λεύκωμα

From LSJ
Revision as of 10:14, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεύκωμα Medium diacritics: λεύκωμα Low diacritics: λεύκωμα Capitals: ΛΕΥΚΩΜΑ
Transliteration A: leúkōma Transliteration B: leukōma Transliteration C: leykoma Beta Code: leu/kwma

English (LSJ)

ατος, τό, A tablet covered with gypsum, used as a public notice-board, ἐς λ. γράψαι, ἀναγράφειν, Lys.9.6, Lex ap.D.24.23, IG12(5).647.40 (Ceos), PHib.1.29.9 (iii B.C.), etc.: hence ἐν λευκώμασιν γραφῆναι to be posted in a list of defaulters, 'to be sold up', App.Prov.2.63; of the proscription-list, D.C.47.3; of the album of senators, Id.55.3: hence οἱ τοῦ λ. senators, Procop.Arc.29. II whiteness, Arist.Phgn.813a28. 2 a white spot in the eye, caused by a thickening of the cornea, PGrenf.1.33.14 (ii B.C.), Dsc.3.84, Gal. 14.775, Sammelb.4414.6 (ii A.D.), Aët.7.39 tit.

German (Pape)

[Seite 35] τό, das Weißgefärbte, bes. eine mit Gyps überzogene Tafel, die zu öffentlichen Bekanntmachungen gebraucht wurde, nach B. A. 277 πίναξ γύψῳ ἀληλιμμένος πρὸς γραφὴν πολιτικῶν γραμμάτων ἐπιτήδειος, so γράψαντες εἰς λεύκωμα Lys. 9, 6; εἰς λ. ἀναγράψαι, Dem. 24, 23 u. Sp., vgl. D. Cass. 55, 03, τά τε ὀνόματα συμπάντων τῶν βουλευόντων εἰς λεύκωμα ἀναγράψας ἐξέθηκε. Dah. Paroemiogr. App. 2, 63, ἐν λευκώμασιν ἐγράφης, auf die öffentliche, durch Anschlag angezeigte Versteigerung der Güter gehend. – Auch das Weiße im Ei, Sp.; – u. ein weißer Fleck im Auge, ein Fehler in der Hornhaut, der weiße Staar, Schol. Ar. Plut. 633.

Greek (Liddell-Scott)

λεύκωμα: τό, «λεύκωμά ἐστι πίναξ γύψῳ ἀληλιμμένος, πρὸς γραφὴν πολιτικῶν γραμμάτων ἐπιτήδειος» Α. Β. 277, 15, Λατ. album, ἐς λεύκωμα γράφειν ἢ ἀναγράφειν Λυσ. 114. 40, παρὰ Δημ. 707. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 40· ἐντεῦθεν ἐν λευκώμασιν γραφῆναι, εἰς δημοπρασίαν ἐκτεθῆναι, Παροιμιογρ.· ἐπὶ τοῦ πίνακος τῆς προγραφῆς, Δίων Κ. 47. 3, κτλ. ΙΙ. λευκότης, ἴδε ἐν λ. βάμμα. 2) λευκὴ κηλὶς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, παραγομένη ἐκ συμπυκνώσεως τοῦ κερατοειδοῦς, καταρράκτης, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 498· ἐντεῦθεν, λευκωμᾰτίζομαι, Παθ., πάσχω ἐκ καταρράκτου, αὐτόθι· πρβλ. γλαύκωμα. 3) τὸ λευκὸν τοῦ ᾠοῦ, μεταγεν.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
tableau peint en blanc où l'on inscrivait les noms des magistrats, des proscrits, etc. (lat. album).
Étymologie: λευκόω.

Greek Monolingual

το (AM λεύκωμα)
1. το ασπράδι του αβγού
2. ιατρ. μορφή κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή του ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή εξέλκωση
νεοελλ.
1. τετράδιο, συνήθως πολυτελές, στο οποίο γράφονται ποιήματα, γνωμικά ή ερωτήσεις για τη φιλία, τον έρωτα και άλλα θέματα, στις οποίες απαντούν οι φίλοι του κατόχου προς ανάμνηση και σε ένδειξη φιλίας
2. βιβλίο με αναμνηστικές εικόνες ενός τόπου ή ορισμένων ιστορικών προσώπων και γεγονότων («λεύκωμα της παλιάς Αθήνας»)
3. ειδικό τετράδιο στο οποίο τοποθετούνται, ταξινομημένα, γραμματόσημα ή φωτογραφίες, κν. άλμπουμ
4. (βιοχ.) η πρωτεΐνη
αρχ.
1. πίνακας αλειμμένος με γύψο όπου αναγράφονταν οι πράξεις που προορίζονταν για δημοσίευση
2. ειδικός πίνακας στον οποίο οι Ρωμαίοι έγραφαν τα ονόματα τών συγκλητικών
3. λευκότητα, ασπράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκῶ. Η λ. εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε πολλούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. λευκωματοειδής) οι οποίοι αποδίδονται στην Ελληνική και ως μεταφορές ξεν. όρων
πρβλ. λευκωματίνη: ἀλβουμίνη < αγγλ. albumin < album- < λατ. albumen «ασπράδι του αβγού».
ΠΑΡ. λευκωματώδης
αρχ.
λευκωματίζομαι
μσν.
λευκωματικός
νεοελλ.
λευκωματίνη, λευκωματόζη.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. λευκωματοειδής, λευκωματόμετρο, λευκωματοσκόπιο, λευκωματουρία, λευκωματούχος. (Β' συνθετικό) νεοελλ. γαλακτολεύκωμα, ωολεύκωμα].

Greek Monotonic

λεύκωμα: -ατος, τό (λευκόω), πίνακας αλειμμένος με γύψο στον οποίο είναι δυνατή η γραφή, πίνακας σημειώσεων, μητρώο, Λατ. album.

Russian (Dvoretsky)

λεύκωμα: ατος τό
1) белая доска (для записей) (εἰς λ. γράφειν Lys. и ἀναγράψαι Dem.);
2) белая окраска: βάμμα λευκώματος Arst. белое пятно.

Middle Liddell

λεύκωμα, ατος, τό, λευκόω
a tablet covered with gypsum to write on, a notice-board, register, Lat. album, Oratt.

English (Woodhouse)

register

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)