πληθύς

From LSJ
Revision as of 15:23, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληθύς Medium diacritics: πληθύς Low diacritics: πληθύς Capitals: ΠΛΗΘΥΣ
Transliteration A: plēthýs Transliteration B: plēthys Transliteration C: plithys Beta Code: plhqu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, Ep. dat. πληθυῖ Il.22.458, Od.11.514, 16.105:—Ion. for πλῆθος, throng, crowd, of people, Hom.ll. cc.; = δῆμος, Leg.Gort. 6.52; majority, πληθὺν δὲ νικῆν IG9(1).333.18 (Locr., v B.C.): as Noun of multitude with pl. Verb, ὣς φάσαν ἡ π. Il.2.278: in later Prose, Pl.Ax. 366b, LXX 3 Ma.4.17; τῆς στρατιᾶς τὴν π. συχνήν Plu.Pomp.39, cf. Luc. Cont.15, etc.; = Lat. plebs, D.H.7.16, etc. [ῡ in nom. and acc. sg., in other cases .]

German (Pape)

[Seite 632] ύος, ἡ, ion. = πλῆθος, Fülle, Menge; bes. Menschenmenge, oft bei Hom., σὔποτ' ἐνὶ πληθυῖ μένεν ἀνδρῶν, Il. 22, 458; vgl. bes. ἡγεμόνας Δαναῶν ἕλεν, αὐτὰρ ἔπειτα πληθύν, 11, 305, wie πληθὺν ἀνώξομεν ἀπονέεσθαι, αὐτοὶ δ' ὅσσοι ἄριστοι, 15, 295; auch als Collectivum mit dem Verbum im Plural, 2, 278, ἃς φάσαν ἡ πληθύς; einzeln auch bei Sp., wie Plat. Ax. 266 b, Luc. Char. 15. – [List im nom. u. acc. sing. bei Hom. lang, bei Sp., wie Ap. Rh., zuweilen kurz, doch sind diese Beispiele nicht sicher, vgl. Wern. Tryphiod. 322; in den übrigen Casus kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

πληθύς: -ύος, ἡ, Ἐπικ. δοτ. πληθυῖ, οὐχὶ -ύϊ, Ἰλ. Χ. 458, Ὀδ. Λ. 514, Π. 105· ― Ἰων. ἀντὶ πλῆθος, Ὅμ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡς ὄνομα περιληπτικὸν μετὰ ῥήματος πληθυντ., Ἰλ. Β. 278· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366Β· τῆς στρατιᾶς τὴν πλ. πολλὴν Πλουτ. Πομπ. 39· Λουκ. κλ. [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ ἀείποτε παρ’ Ὁμ.· ― παρὰ μεταγεν. ὡς παρ’ Ἀπ. Ροδ. ἐνίοτε ῠ, ἂν καὶ τὰ παραδείγματα εἶναί πως ἀμφίβ., Wern εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-). 322· ἄλλως ἀείποτε ῠ].

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
foule, particul. foule d'hommes ; au sg. collect. le bas peuple.
Étymologie: ion. c. πλῆθος.

English (Autenrieth)

ύος=πλῆθος, especially of the masses, the commons, as opp. to the chiefs, Il. 2.143, 278.

Greek Monolingual

-ύος, ἡ, ΜΑ
πλήθος, μεγάλος αριθμός ανθρώπων ή πραγμάτων, πληθώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πλῆθος και έχει πιθ. σχηματιστεί από το ρ. πληθύνομαι, αν δεχθούμε ότι αυτό παράγεται απευθείας από το πλῆθος (βλ. πληθύνω)].

Greek Monotonic

πληθύς: [ῡ], -ύος, ἡ, Επικ. δοτ. πληθυῑ, πληρότητα, πλήθος, όχλος, λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ., Πλούτ. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πληθύς -ύος, ἡ [πλῆθος] Ion. voor πλῆθος; πληθῡ - in nom. en acc. sing., πληθῠ - in andere naamvallen; ep. dat. sing. πληθυῖ, menigte:; πληθὺν μὲν ποτὶ νῆας ἀνώξομεν ἀπονέεσθαι laten we de menigte aansporen naar de schepen terug te gaan Il. 15.295; overmacht:. εἰ δ’ αὖ με πληθυῖ δαμασαίατο μοῦνον ἐόντα als ze mij in mijn eentje door hun overmacht zouden overweldigen Od. 16.105.

Russian (Dvoretsky)

πληθύς: ύος ἡ (nom. и acc. sing. ῡ; эп. dat. sing. πληθυῖ) (= πλῆθος) множество, масса (ἀνδρῶν Hom.; τῆς στρατιᾶς Plut.).

Middle Liddell

πληθύ¯ς, ύος, ἡ,
fulness, a throng, a crowd, of people, Hom., Plut., etc.