προμαντεία

From LSJ
Revision as of 13:32, 21 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμαντεία Medium diacritics: προμαντεία Low diacritics: προμαντεία Capitals: ΠΡΟΜΑΝΤΕΙΑ
Transliteration A: promanteía Transliteration B: promanteia Transliteration C: promanteia Beta Code: promantei/a

English (LSJ)

Ion. προμαντ-ηΐη (also Delph. προμαντηΐα SIG292.2 (iv B.C.)), ἡ, right of consulting an oracle (freq. of the Delphic oracle) first, Hdt.1.54, D.9.32, 19.327; Δελφοὶ ἀπέδωκαν ναξίοις τὰν προμαντηΐαν SIG l.c., etc.

German (Pape)

[Seite 733] ἡ, ion. προμαντηΐη, das Vorrecht, das delphische Orakel zuerst unter allen Griechen zu befragen, Her. 1, 54; ἔχει τὴν προμαντείαν τοῦ θεοῦ, Dem. 9, 32; Plut. u. a. Sp., auch = Folgdm.

Greek (Liddell-Scott)

προμαντεία: Ἰων. -ηίη, τὸ δικαίωμα τοῦ νὰ ἐρωτᾳ τις πρῶτος τὸ ἐν Δελφοῖς μαντεῖον, Ἡρόδ. 1. 54, Δημ. 119. 17., 446. 13· συχνάκις ἐν Δελφικαῖς ἐπιγραφαῖς, Δελφοὶ ἔδωκαν Φιλίππῳ... προμαντείαν κτλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1691, πρβλ. -92, -93. ― Κατὰ Φώτ.: «προμαντεία: τὸ πρὸ τῶν ἄλλων ἁπάντων χρῆσθαι τῷ ἐν Δελφοῖς μαντείῳ· ἦν δὲ προεδρία τὸ αὐτό» ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 424.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
promantie, droit de consulter le premier l'oracle (de Delphes).
Étymologie: προμαντεύω.

Greek Monolingual

και ιων. τ. προμαντηΐη και δελφ. τ. προμαντηΐα, ἡ, Α προμαντεύω
το δικαίωμα του να ρωτά κανείς το μαντείο πρώτος («Δελφοὶ ἀπέδωκαν Ναξίοις τὰν προμαντηΐαν», επιγρ.).

Greek Monotonic

προμαντεία: Ιων. -ηΐη, ἡ, το δικαίωμα να συμβουλεύεται κανείς πρώτος το μαντείο των Δελφών, σε Ηρόδ., Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προμαντεία -ας, ἡ, Ion. προμαντηΐη [προμαντεύω] promanteia (recht om als eerste het orakel te raadplegen).

Russian (Dvoretsky)

προμαντεία: ион. προμαντηΐη ἡ право первым вопрошать (Дельфийский оракул) Her., Dem., Plut.

Middle Liddell

προμαντεία, Ionic -ηίη, ἡ,
the right of consulting the Delphic Oracle first, Hdt., Dem. [from προμαντεύομαι

English (Woodhouse)

right of precedence in consulting the oracle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)