ἀδάμαστος
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
ον, (δαμάω) unsubdued, inflexible, of Hades, Il.9.158, cf. Phld.D.1.18: later in the proper sense, untamed, unbroken, πῶλος X.Eq.1.1, cf. Corn.ND20; ἀ. πᾶσιν Timo9.1.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰδᾰ-]
I 1no domado, indómito πῶλος X.Eq.1.1, ἵππος LXX Si.30.8, Plu.2.2e, λέων Ps.Dosith.15
•de un campo ἀγεώργητος καὶ ἀ. no cultivado ni roturado, PSI 316.13 (IV d.C.).
2 de pers., fig. no sometido, no subyugado por, inocente πονηρίᾳ Clem.Al.Paed.1.5.15.
II 1indomable, inflexible, indoblegable, inexorable del Hades Il.9.158, Phld.D.1.18.24, del carácter de una persona, X.Mem.4.1.3, πάθη LXX 4Ma.15.13, Ἔρως Nonn.D.2.223, de una bacante en trance, Nonn.D.15.77, χρόνος Nonn.Par.Eu.Io.10.18.
2 infrangible, inquebrantable del diamante λίθος Lex.Gr.Naz.α 36
•fig. indestructible, inmortal, eterno de los ángeles y las almas, Meth.Res.1.47, de Lázaro νεκρόν Nonn.Par.Eu.Io.11.44.
III adv. -ως de manera inflexible τῶν αἰσθητῶν προνοεῖ Procl.in Ti.2.314.15.
German (Pape)
[Seite 31] ungebändigt, πῶλος Xen. Equ. 1, 1; unerbittlich, Ἀίδης τοι ἀμείλιχος ἠδ' ἀδάμαστος Hom. Iliad. 9, 158 (ἅπαξ εἰρημ.), Nach Elmsl. zu Soph. O. R. 208 ist diese Form in den Trag. überall zu ändern; doch vgl. Eur. Phoen. 640.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδάμαστος: -ον, (δαμάω) ἐπίθ. τοῦ Ἅιδου, ἄκαμπτος, Ἰλ. Ι. 158· παρὰ τοῖς μετέπειτα ἐν τῇ κυριολεκτ. σημασίᾳ, ἄδμητος, μὴ ἡμερωθεὶς ἔτι, ἵππος, Ξεν. Ἱππ. 1. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
indomptable, inflexible.
Étymologie: ἀ, δαμάζω.
English (Autenrieth)
(δαμάζω): not to be prevailed over, i. e. ‘inexorable,’ Ἀίδης, Il. 9.158†.
Greek Monotonic
ἀδάμαστος: -ον (δαμάω), επίθ. του Άδη, άκαμπτος, ανένδοτος, ανυποχώρητος, αδιαπραγμάτευτος, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική σημασία, αδάμαστος, αλύγιστος, μη εξημερωμένος· ἵππος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀδάμαστος: (δᾰ)
1) непреклонный, неумолимый (Ἀΐδης Hom.);
2) неукрощенный, необъезженный (πῶλος Xen.; ἵπποι Plut.).
Middle Liddell
δαμάζω
epithet of Hades, inflexible, Il.:—later in the proper sense, untamed, unbroken, ἵππος Xen.