βλέμμα

From LSJ
Revision as of 18:51, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλέμμα Medium diacritics: βλέμμα Low diacritics: βλέμμα Capitals: ΒΛΕΜΜΑ
Transliteration A: blémma Transliteration B: blemma Transliteration C: vlemma Beta Code: ble/mma

English (LSJ)

ατος, τό, look, glance, E.HF306, Ar.Pl.1022, D.21.72, Antiph.235, 2 Ep.Pet.2.8, POxy.471.60 (ii A. D.); eyesight, AP9.159; βλεμμάτων βολή A.Fr.242.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1mirada βλεμμάτων ῥέπει βολή A.Fr.242, οὐδὲ τὸ β. αὐτὸ κατὰ χώραν ἔχει Ar.Pl.367, οὐδ' ἂν ἀπαγγεῖλαι δύναιθ' ἑτέρῳ, τῷ σχήματι, τῷ βλέμματι, τῇ φωνῇ D.21.72, ἀμφότερα μηνύει γὰρ ἀπὸ τῶν βλεμμάτων Antiph.232.4, cf. Arist.Pr.958a18, βλέμματι γὰρ καὶ ἀκοῇ ὁ δίκαιος ἐγκατοικῶν ἐν αὐτοῖς 2Ep.Petr.2.8, cf. Philostr.VS 491, τὸ β. καὶ τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου Gal.14.632, β. μόνον ἤρκεσε τηρουμένης παρθένου Ach.Tat.1.9.3, τὸ β. οὐ μετατρεπόμενον D.Chr.1.71, cf. 79, ἦν σφόδρα βουλομένης τὸ β. Aristaenet.1.16.26, 2.5.4, μή σου τὸ β. ἁμαρτανέτω Cyr.H.Procatech.8, cf. Gel.Cyz.HE 2.19.20, ῥεμβῶδες Plu.2.45d, cf. 680e, 780a, ἄθυμον X.Eph.1.5.2, cf. 13.3, περίπικρον Herm.Sim.6.2.5, τετραμμένον εἰς γῆν Clem.Al.Fr.44.
2 sentido de la vista τὰ τοῦ σώματος αἰσθητήρια, β., ἀκοή, καὶ τὰ ἄλλα Epiph.Const.Haer.9.4.11
ojo λέγω δὲ τά τε χρώματα, ῥάμφη, ὄνυχας, βλέμματα ... καὶ τὰ λοιπὰ πάντα Hom.Clem.3.34, γλυκεροῦ βλέμματος ὀρφανίσας AP 9.159
fig. de la mente ὡς ἀγαθὸς πύκτης, ἀμετεώριστον ἔχει τὸ τῆς ψυχῆς β. Basil.M.31.208A, τοῦ φρονήματος τὸ β. Mac.Magn.Apocr.2.21 (p.44), τῷ τῆς διανοίας βλέμματι Gel.Cyz.HE 2.19.22.
II aspecto ἓν ἦμαρ ἡδὺ βλέμμ' ἔχειν μόνον E.HF 306, τὸ β. θ' ὡς ἔχοιμι μαλακὸν καὶ καλόν Ar.Pl.1022, cf. Philetaer.5, τοῦ Πολέμου τοῦ βλέμματος Ar.Pax 239, κακοῦργος εὐθὺς ἀπὸ τοῦ βλέμματος Men.Dysc.258, β. ... θαυμάζοντες αὐτοῦ Plu.2.84e, cf. Gal.17(2).146, Philostr.VA 3.36, Aristaenet.1.13.33, ἀναίσχυντον POxy.471.60 (II d.C.), πρὸς τὸ σύνηθες β. ἀποκαθιστάμενος Hld.1.3.6.

German (Pape)

[Seite 448] τό, der Blick, Anblick, Eur. Herc. fur. 306; μαλακόν Ar. Plut. 1022; vgl. 367; Dem. 21, 72; Sp.; βλέμματα, die Augen, Aesch. frg. 224; Antiphan. Ath. II, 38 b.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
regard.
Étymologie: βλέπω.

Greek (Liddell-Scott)

βλέμμα: τό, (βλέπω) = κύτταγμα, «ματιά», Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 306. Ἀριστοφ. Πλ. 1022, Δημ., κτλ.· αὐτὸς ὁ ὀφθαλμός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238. Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 12.

English (Abbott-Smith)

βλέμμα, -τος, τό (< βλέπω),
a look, a glance: βλέμματι καὶ ἀκοῇ, II Pe 2:8, sight and hearing, a sense not found for β. in Gk. lit., but perhaps recognized in the vernacular (ICC, in l.)†

English (Strong)

from βλέπω; vision (properly concrete; by implication, abstract): seeing.

English (Thayer)

βλεμματος, τό (βλέπω); "a look, glance: βλέμματι καί ἀκοή, in seeing and hearing," Euripides, Aristophanes, Demosthenes, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

το (AM βλέμμα) βλέπω
ματιά, κοίταγμα
νεοελλ.
η έκφραση των ματιών όταν είναι προσηλωμένα κάπου («άγριο, γλυκό, λυπημένο κ.λπ. βλέμμα»)
αρχ.
το μάτι.

Greek Monotonic

βλέμμα: -ατος, τό (βλέπω), ματιά, γρήγορο κοίταγμα, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βλέμμα: ατος τό βλέπω
1) взгляд, взор Aesch., Arph., Dem., Plut.;
2) pl. глаза Aesch.

Middle Liddell

βλέπω
a look, glance, Eur., Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλέμμα -ατος, τό βλέπω blik:. εὐθὺς ἀπὸ βλέμματος bij eerste aanblik Men. Dysc. 258.

Chinese

原文音譯:blšmma 不練馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:投 觀看
字義溯源:視覺,視力,一瞥,觀看,看見;源自(βλέπω)*=看見)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 看見(1) 彼後2:8

English (Woodhouse)

look

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)