προεντυγχάνω
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
English (LSJ)
A encounter, meet first, Ph.1.363, al., J.BJ5.6.5, al.; τῇ ἄγρᾳ Ael.NA4.13; come in contact with first, τοῖς πράγμασι Plu.2.1122b: pf. part. -εντετυχηκώς previously acquainted with, Gal.17(1).501. II intercede with first, Ph.1.547; have audience of first, πρέσβεις π. τῇ βουλῇ Plu.Nic.10; ὄψις π. αὐτοῦ τῆς φωνῆς an appearance which spoke for him before he opened his mouth, Id.Pomp.2.
German (Pape)
[Seite 720] (s. τυγχάνω), vorher antreffen, darauf stoßen, Sp., wie Synes.; vorher seine Aufwartung machen, Plut. qu. Rom. 43.
French (Bailly abrégé)
f. προεντεύξομαι, ao.2 προενέτυχον, etc.
rencontrer auparavant, se mettre auparavant en relation avec, τινι ; ὄψις προεντυγχάνει τῆς φωνῆς PLUT la vue devance la parole, càd commencer l'entretien du regard avant d'avoir parlé.
Étymologie: πρό, ἐντυγχάνω.
Greek (Liddell-Scott)
προεντυγχάνω: ἐντυγχάνω, συνομιλῶ μετά τινος πρότερον, Πλουτ. Νικ. 10, κτλ.· ― ὄψιν ἔσχεν οὐ μετρίως συνδημαγωγοῦσαν καὶ προετυγχάνουσαν αὐτοῦ τῆς φωνῆς, ὄψιν προσώπου... ὁμιλοῦσαν πρὸ τῆς φωνῆς, ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 2.
Greek Monolingual
Α
1. συναντώ προηγουμένως κάποιον
2. μεσολαβώ, μεσιτεύω προηγουμένως
3. συνομιλώ προηγουμένως με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐντυγχάνω «συναντώ, συζητώ»].
Greek Monotonic
προεντυγχάνω: μέλ. -τεύξομαι, συνομιλώ με κάποιον εκ των προτέρων, σε Πλούτ. κ.λπ.· ὄψις προεντυγχάνει τῆς φωνῆς, το πρόσωπο αρχίζει να μιλά πριν από τη φωνή του, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
προεντυγχάνω: опережать, выходить навстречу, оказывать прием, тж. вступать в беседу (τινί Plut.): τὴν ὄψιν ἔσχεν προεντυγχάνουσαν αὐτοῦ τῆς φωνῆς Plut. его мимика опережала речь.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εντυγχάνω tevoren ontmoeten: met dat..; τῇ βουλῇ π. tevoren spreken met de raad Plut. Nic. 10.4; eerder tegemoet treden: overdr., met gen. comp.. ὄψις προεντυγχάνουσα αὐτοῦ τῆς φωνῆς zijn gelaatsuitdrukking die (de mensen) al voor zich innam voordat hij sprak Plut. Pomp. 2.1.
Middle Liddell
fut. -τεύξομαι
to converse with before, Plut., etc.; ὄψις πρ. τῆς φωνῆς his face begins to converse before he speaks, Plut.