πολύκλυστος

From LSJ
Revision as of 08:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́κλυστος Medium diacritics: πολύκλυστος Low diacritics: πολύκλυστος Capitals: ΠΟΛΥΚΛΥΣΤΟΣ
Transliteration A: polýklystos Transliteration B: polyklystos Transliteration C: polyklystos Beta Code: polu/klustos

English (LSJ)

ον, A much-dashing, stormy, πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ Od.4.354, 6.204, Hes.Th.189, cf. Pancrat.Oxy. 1085.13. II Pass., washed by many a wave, πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ Hes.Th.199; φάραγγες Ὄσσης A.R.1.597.

German (Pape)

[Seite 664] viel aus-, bespülend, stark wogend; πόντος, Od. 4, 354. 6, 204. 19, 277; Hes. Th. 189. 199. – Pass., von den Wellen viel, stark bespült, Ap. Rh. 1, 595, φάραγγες Ὄσσης.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux vagues fortement agitées.
Étymologie: πολύς, κλύζω.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκλυστος: -ον, πολυκύμαντος, τρικυμιώδης, πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ Ὀδ. Δ. 354, Ζ. 204, Ἡσ. Θ. 189. ΙΙ. Παθ., ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμάτων κατακλυζόμενος, πλυνόμενος, πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ Ἡσ. Θ. 199.

English (Autenrieth)

(κλύζω): much or loudly surging. (Od.)

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που κατακλύζει πολύ, που περιβρέχει πολύ, τρικυμιώδηςνῆσος ἔπειτά τις ἔστι πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που κατακλύζεται πολύ, που περιβρέχεται πολύ από τα κύματα («πολυκλύστῳ ἐνί Κύπρῳ», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλυστος (< κλύζω «περιβρέχω, κατακλύζω»), πρβλ. θαλασσό-κλυστος].

Greek Monotonic

πολύκλυστος: -ον (κλύζω),·
I. θυελλώδης, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
II. Παθ., αυτός που κατακλύζεται από πολλά κύματα, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

πολύκλυστος:
1) сильно волнующийся, бурный (πόντος Hom.);
2) омываемый многими волнами, т. е. окруженный бушующим морем (Κύπρος Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκλυστος -ον [πολύς, κλύζω] hevig klotsend:. πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ in de hevig klotsende zee Od. 6.204. door veel golven omspoeld:. πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ op het door golven omspoelde Cyprus Hes. Th. 199.

Middle Liddell

πολύ-κλυστος, ον, κλύζω
I. much-dashing, Od. Hes.
II. pass. washed by many a wave, Hes.