σκιαμαχέω
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
A fight against a shadow, i.e. an imaginary opponent, and so, spar, Posidon.16 J., Plu.2.130e, Paus.6.10.3: πρὸς τὸν οὐρανὸν σκιαμαχῶν sparring with the sky, 'baying at the moon', Cratin. 17 (lyr.). II metaph., Pl.Ap.18d; πρὸς ἀλλήλους Id.R.520c; πρὸς ἡμᾶς αὐτούς Id.Lg.830c; πρὸς τὸν οὐκέτι ἐν ζῶσιν ὄντα Πλάτωνα ἐσκιαμάχει Numen. ap. Eus.PE14.6:—Pass., ἔπη μάτην σκιαμαχούμενα thrown out at random in disputations, Luc.Pisc.35.—σκιομαχέω is a later form in codd. of Ph.1.356, Antyll. ap. Orib.6.29.3.
German (Pape)
[Seite 898] im Schatten, zu Hause oder in der Schule fechten, eine Art Uebung mit Händen u. Füßen, Posidon. bei Ath. V, 154 a; – mit einem Schatten fechten, Plat. πρὸς ἀλλήλους, Rep. VII, 520 c; vgl. Apol. 18 d, ἀνάγκη ἀτεχνῶς ὥςπερ σκιαμαχεῖν ἀπολογούμενόν τε καὶ ἐλέγχειν μηδενὸς ἀποκρινομένου; u. so Folgde; καθάπερ ἐπὶ τοῦ σκιαμαχοῦντος καὶ κενὰς ἐπιφέροντος τὰς χεῖρας, Plut. plac. phil. 4, 12; Luc. Hertmot. 33.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
combattre une ombre, càd un ennemi chimérique ; Pass. être dépensé en pure perte comme dans un combat avec une ombre en parl. de paroles.
Étymologie: σκιά, μάχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
σκιᾱμᾰχέω: μάχομαι ἐν τῇ σκιᾷ, δηλ. ἐν τῷ σχολείῳ (χάριν ἀσκήσεως), σκ. πρὸς τὸν οὐρανόν, ἀσκῶ τοὺς βραχίονας δέρων τὸν ἀέρα, Κρατῖν. ἐν «Βουκόλοις» 3, πρβλ. Ποσειδών, παρ’ Ἀθην. 154Α, καὶ αὐτόθι Schweigh. II. μάχομαι πρὸς σκιάν, Πλάτ. Ἀπολ. 18D· μάχομαι, ἀγωνίζομαι ματαίως, σκ. πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 520C· πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 830C· ― Παθ., ἔπη μάτην σκιαμαχούμενα, ῥιπτόμενα ἀλογίστως κατὰ τὴν συζήτησιν, Λουκ. Ἁλ. 35· ― σκιομαχέω εἶναι τύπος μεταγεν., Φίλων 2. 356, Ἄντυλλ., κλπ.
Greek Monotonic
σκῐᾱμᾰχέω: μέλ. -ήσω (μάχομαι), μάχομαι σε χώρο με σκιά, δηλ. στη σχολή (για πρακτική εξάσκηση), πολεμώ με μια σκιά, δηλ. αγωνίζομαι μάταια, σκιαμαχώ, ματαιοπονώ, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
σκιᾱμᾰχέω: сражаться с тенью, бороться впустую, вести ненужный спор (πρός τινα Plat., Plut.): ἔπη σκιαμαχούμενα Luc. бросаемые на ветер слова.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκιαμαχέω [σκιά, μάχομαι] ‘schaduwvechten’, een schijngevecht houden, ‘sparren’ overdr. tegen een schaduw vechten, een zinloze strijd voeren; pass.. ἔπη σκιαμαχούμενα woorden die in vruchteloze discussies worden gebruikt Luc. 28.35.
Middle Liddell
σκιᾱ-μᾰχέω, fut. -ήσω μάχομαι
to fight in the shade, i. e. in the school (for practice): to fight with a shadow, to fight in vain, Plat.