ἀκομιστία

From LSJ
Revision as of 11:54, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκομιστία Medium diacritics: ἀκομιστία Low diacritics: ακομιστία Capitals: ΑΚΟΜΙΣΤΙΑ
Transliteration A: akomistía Transliteration B: akomistia Transliteration C: akomistia Beta Code: a)komisti/a

English (LSJ)

Ep. ἀκομιστίη [ῑ], ἡ, lack of tending or care, Od.21.284, Them.Or.22.274a, Max.Tyr.34.2.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ép. -ίη
1 falta de atenciones μοι ὄλεσσεν ἄλη τ' ἀ. τε Od.21.284, cf. Them.Or.22.274a.
2 plu. desaliño αἱ διὰ πένθη ἀκομιστίαι el desaliño producido por el dolor Max.Tyr.28.2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
incurie, négligence.
Étymologie: , κομίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκομιστία: Ἐπ. -ίη [ῑ], ἡ, ἔλλειψις ἐπιμελείας ἢ περιποιήσεως, Ὀδ. Φ. 384, Θεμίστ.

Greek Monolingual

ἀκομιστία, η (Α) ἀκόμιστος
έλλειψη φροντίδας ή περιποίησης.

Greek Monotonic

ἀκομιστία: Επικ. -ίη[ῑ], , έλλειψη επιμέλειας ή περιποίησης, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκομιστία: ион. ἀκομιστίη ἡ отсутствие ухода, беспризорность (ἄλη τ᾽ ἀ. τε Hom.).

Middle Liddell

[from ἀκόμιστος
want of tending or care, Od.