σφουγγάρι

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part

Source

Greek Monolingual

το / σφογγάριον, ΝΜΑ, και σφογγάρι Ν
νεοελλ.
1. ο σπόγγος
2. συνεκδ. πλαστικό πορώδες κατασκεύασμα που μοιάζει με το παραπάνω ζωόφυτο και το οποίο χρησιμοποιείται όπως αυτό
3. φρ. α) «πίνει σαν σφουγγάρι» — είναι μεγάλος πότης, είναι μέθυσος
β) «τραβώ σφουγγάρι»
μτφ. σβήνω, απαλείφω
μσν.-αρχ.
(ως υποκορ. του σφόγγος) σφουγγαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφογγάριον / σπογγάριον, υποκορ. του αρχ. σφόγγος / σπόγγος με κώφωση του /ο/ σε /u/ (πρβλ. κώδων: κουδούνι, σάπων: σαπούνι)].