ἀντιστροφή
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
ἡ, A a turning about: I in choruses and dances, strophic correspondence, D.H.Comp.25; in later writers, = ἀντίστροφος, ἡ (q.v.), Sch.Ar.Nu.595,al. II Rhet., repetition of closing words in successive members, Phld.Rh.1.195 S., Hermog.Id.1.12, cf, 2.1, Eust.945.60; ἀ. τὸ ἐναντίον τῆς ἐπαναφορᾶς Alex.Fig.2.4. 2 inversion, of construction, e.g. ἠχῶν ἔπεσα for πεσὼν ἤχησα Phoeb. Fig.1.5. 3 Gramm., inversion of letters (e.g. ἀκήν, ἦκα), EM 424.8. III inversion, κατὰ τὴν ἀ. τῆς ἀναλογίας in inverse ratio, Arist.Ph.266b18:—in Logic, conversion of terms of a proposition, Id.APr.25a40; ἀ. δέχεσθαι to be convertible, ib.50b32. b Math., τῶν θεωρημάτων ἡ ἀ. Procl.in Euc.p.251 F., cf. Apollon.Perg.Con.2.49; ἀ. προηγουμένη complete conversion, Procl.in Euc.p.253F.; ἀ. ἀξιωμάτων Stoic.2.64; generally, κατ' -φήν conversely, Metrod.Herc. 831.14. 2 retortion of an argument, Arist.APr.61a22. 3 change of a proposition into its opposite, ib.38a3,39a28.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
I 1métr. correspondencia estrófica D.H.Comp.125.18
•antístrofa Sch.Ar.Nu.595, 949, Ra.440, Eq.616.
2 ret. repetición de palabras al final de miembros sucesivos Phld.Rh.1.195, cf. Hermog.Id.1.12 (p.303), 2.1 (p.316), Eust.945.60, Alex.Fig.2.4.
3 gram. inversión de una construcción p. ej. ἠχῶν ἔπεσα por πεσὼν ἤχησα Phoeb.Fig.1.5
•inversión o cambio de letras, EM 424.8G., κατὰ τὴν ἀντιστροφὴν τῆς ἀναλογίας en proporción inversa Arist.Ph.266b18
•lóg. conversión de los términos de una proposición, Arist.APr.25a40, ἀ. ἀξιωμάτων Chrysipp.Stoic.2.64, cf. Arist.APr.38a3, 39a28, Athenag.Res.11.2
•ἀντιστροφὴν δέχεσθαι ser convertible de los términos de una proposición, Arist.APr.50b32.
II mat. conversión (operación consistente en invertir los términos de una proporción y de deducir así de un teorema su recíproco) τῶν θεωρημάτων Procl.in Euc.251.24, cf. 253.8, Apollon.Perg.Con.2.49, κατ' ἀντιστροφήν por conversión Metrod.Herc.831.14.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action de se retourner ; antistrophe, (dans les chœurs antiques) partie du chant correspondant à la strophe, et que le chœur chantait en retournant à la place d'où il était parti pour chanter la strophe;
2 action de rétorquer un argument;
3 renversement, transposition des termes d'une proposition ARSTT;
4 t. de gramm. inversion.
Étymologie: ἀντιστρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιστροφή: ἡ
1) перемещение, перестановка, инверсия (τῆς ἀναλογίας Arst.);
2) лог. обращение, обратимость (τῶν τῆς προτάσεως ὅρων Arst.);
3) антистрофа, «поворот» (в античной трагедии, часть песни, соответствующая предыдущей строфе, ее пел хор, возвращаясь к тому месту, с которого он начинал исполнение строфы).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστροφή: ἡ, τὸ ἀντιστρέφεσθαι: Ι. ἐν χορῳδίαις καὶ χοροῖς, ἡ ἀντιστροφή, ἤτοι ἐπιστροφὴ τοῦ χοροῦ ἀκριβῶς ἀνταποκρινομένη πρὸς τὴν στροφήν, ἥτις προηγήθη, μετὰ τῆς διαφορᾶς ὅτι ἐν ταύτῃ οἱ χορεύοντες ἐκινοῦντο ἐξ ἀριστερῶν πρὸς δεξιά, ἀντὶ νὰ κινῶνται ἐκ δεξιῶν πρὸς ἀριστερά: ἐντεῦθεν καὶ τὸ ὄνομα τὸ διδόμενον εἰς τοὺς στίχους τοὺς ἀντιστοιχοῦντας εἰς τὴν στροφήν, ὡς παρὰ Πινδάρῳ καὶ Τραγικοῖς· πρβλ. Διόν. Ἁλ. π. Συνθ. 19, κ. ἀλλ. Ἴδε καὶ τὴν λέξ. ἀντιστροφικά. ΙΙ. σχῆμα ῥητορικὸν κατὰ τὸ ὁποῖον δύο κῶλα τελευτῶσι μὲ τὰς αὐτὰς λέξεις, π. χ. «ἂν μὲν γὰρ ὅσα ἄν τις λάβῃ καὶ σώσῃ μεγάλην ἔχῃ τῇ τύχῃ τὴν χάριν· ἂν δὲ ἀναλώσας λάθῃ, συνανάλωσε καὶ τὸ μεμνῆσθαι τῇ τύχῃ τὴν χάριν» Ἑρμογ. 1, σ. 177. ΙΙΙ. ἀλλαγή, κατὰ τὴν ἀντ. τῆς ἀναλογίας Ἀριστ. Φυσ. 8. 10, 7: ― Ἐν τῇ λογικῇ ἡ ἀντιστροφὴ τῶν ὅρων τῆς προτάσεως, ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1, 3, 3· ἀντιστροφὴν δέχεσθαι, ἐπιδέχεσθαι, αὐτόθι 1. 45, 4. Ἴδε ἀντιστρέφω ΙΙΙ. ΙV. ἐν τῇ γραμμ., σύνταξις ἀνεστραμμένη, ὡς ἔκαμε τεύχων, ληρεῖς ἔχων, ἀντὶ ἔτευξε καμών, ἔχεις ληρῶν: ὡσαύτως, ἀντίστροφος θέσις τῶν γραμμάτων ἔν τινι λέξει, ἴδε Ἐτυμ. Μ. 424. 8.
Greek Monolingual
η (Α ἀντιστροφή)
1. σύστημα στίχων σε χορικό αρχαίου δράματος το οποίο βρίσκεται σε μετρική και ρυθμική αντιστοιχία με το προηγούμενο σύστημα, τη στροφή
2. αμοιβαία μεταβολή («αντιστροφή των όρων», «αντιστροφή της αναλογίας»)
νεοελλ.
στροφή προς την αντίθετη κατεύθυνση
αρχ.
1. η στροφή, η κίνηση των χορευτών ενός χορικού άσματος προς κατεύθυνση αντίθετη από την προηγούμενη
2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο δύο κώλα μιας περιόδου τελειώνουν με την ίδια λέξη.
Greek Monotonic
ἀντιστροφή: ἡ, στριφογύρισμα· αντιστροφή ή απάντηση του χορού, που ανταποκρίνεται στην προηγούμενη στροφή, με τη διαφορά ότι ο Χορός τώρα κινείται από αριστερά προς τα δεξιά αντί για δεξιά προς τα αριστερά.
Middle Liddell
[from ἀντιστρέφω
a turning about: the antistrophe or returning of the chorus, answering to a previous στροφή, except that they now moved from left to right instead of from right to left.