δευσοποιός
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
όν, (δεύω A) A deeply dyed, fast, of colours, δ. γίγνεται τὸ βαφέν Pl.R.429e, cf.Alex.141.9, D.Chr. 77.4; δ. σπάργανα Diph.72.2; δ. φάρμακα Luc.Im.16; δ. καὶ δυσέκνιπτος Ael.NA16.1: metaph., δόξα δ. Pl.R.430a; πονηρία Din.2.4; δέος Plu.Alex.74. Adv. δευσοποιῶς Simp.in Cat.253.28. 2 title of play by Apollod. Gel., Suid. 3 = βαφεύς, Hsch.
Spanish (DGE)
-όν
I 1tintóreo φάρμακα Trag.Adesp.441, Luc.Im.16, cf. Plu.2.488b, τέχνη Plu.2.990b.
2 teñido de telas σπάργανα Diph.73.2
•de los colores teñidos fijo, indeleble δευσοποιὸν γίγνεται τὸ βαφέν Pl.R.429e, cf. Alex.145.9, D.Chr.77/78.4, χρόα δ. καὶ δυσέκνιπτος Ael.NA 16.1, ἡ βαφή Plu.2.779c, Gr.Nyss.Eun.3.7.24, οὐ γὰρ οὕτως δευσοποιοῦ βαφῆς μεταλαμβάνει ῥᾳδίως ὕφασμα pues no adquiere tan fácilmente una tela un color indeleble Gr.Naz.M.35.420B, cf. Origenes Comm.in Rom.4.15-17 (p.360), Gr.Nyss.Or.Catech.27.3
•fig. δόξα δ. opinión imborrable, indeleble Pl.R.430a, πονηρία Din.2.4, δέος Plu.Alex.74, δ. ἔρως amor fuertemente arraigado D.C.79.15.4, cf. Synes.Ep.43.
II subst. ὁ δ. tintorero Hsch., Moer.113, Basil.Gent.2
•como tít. de una comedia de Apolodoro Gelo, Sud.s.u. Ἀπολλόδωρος.
III adv. δευσοποιῶς = indeleblemente δ. ... ἐνεγένετο τὸ πάθος Simp.in Cat.253.28.
German (Pape)
[Seite 552] färbend, bes. ächt, unauslöschlich, nach VLL. ἔμμονον καὶ δυσαπόπλυτον; ὁ, der Färber, VLL., βαφή, dauerhafte Farbe; δευσοποιῷ χρώζομεν Alexis Ath. III, 124 a (v. 9), was vorher ζυμὸν μέλανα μηχανώμεθα heißt; vgl. Diphil. bei Harpocr.; χρόα δ. καὶ δυσέκνιπτος Ael. H. A. 16, 1; φάρμακα Ruhnk. zu Tim. p. 76; τὸ βαφέν Plat. Rep. IV, 429 e, übertr., δόξα IV, 430 a; πονηρία Din. 2, 4, nach Bekk., was B. A. 237 ἔμμονος, ἀνίατος erkl. wird; δέος Plut. Alex. 74.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 qui sert à teindre, qui teint;
2 teint ; indélébile, ineffaçable.
Étymologie: δεύω, ποιέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δευσοποιός -ον [δεύω, ποιέω] kleur-echt:; δευσοποιοῖς... φαρμάκοις met kleurechte verf Luc. 43.16; overdr.: ἵνα δευσοποιός... ἡ δόξα γίγνοιτο opdat hun mening niet verbleekt Plat. Resp. 430a.
Russian (Dvoretsky)
δευσοποιός: δεύω I]
1) прочно окрашенный, невыцветающий, нелиняющий (τὸ βαφέν Plat.);
2) хорошо красящий, нелиняющий (φάρμακον Plut., Luc.);
3) прочный, устойчивый, долговечный (δόξα Plat.);
4) неизгладимый, несмываемый (κηλίς Plut.);
5) непреодолимый (δέος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δευσοποιός: -όν, (δεύω) ὁ βαθέως βάπτων, ἀνεξιτήλως βάπτων, ἀνεξίτηλος, ἐπὶ χρωμάτων, δ. γίγνεται τὸ βαφὲν Πλάτ. Πολ. 429Ε· δ. φάρμακα Λουκ. Εἰκόν. 16· δ. καὶ δυσέκνιπτος Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 16. 1· – μεταφ., δόξα δ. Πλάτ. Πολ. 430Α· πονηρία Δείναρχ. 105. 23· πρβλ. Ruhnk Τίμ.
Greek Monolingual
ο (Α δευσοποιός, -όν)
ο βαφέας
αρχ.
Ι. 1. (για χρώμα) ο ανεξίτηλος, αυτός που χρωματίζει βαθιά
2. έντονος, ισχυρός («ἵνα δευσοποιὸς αὐτῶν ἡ δόξα γίγνοιτο»)
II. επίρρ. δευσοποιῶς
1. (για βαφή) ανεξίτηλα
2. ανεξάλειπτα, αλησμόνητα.
Greek Monotonic
δευσοποιός: -όν (δεύω, ποιέω), διαποτισμένος, ανεξίτηλα βαμμένος, λέγεται για χρώματα, σε Πλάτ., Λουκ.
Middle Liddell
δεύω, ποιέω
deeply dyed, ingrained, fast, of colours, Plat., Luc.
English (Woodhouse)
fast-dyed, of colours, of dyes
Translations
dyer
Albanian: bojaxhi; Arabic: صَبَّاغ, صَبَّاغَة; Armenian: ներկարար; Belarusian: фарбавальшчык, фарбавальшчыца; Bulgarian: бояджия, бояджийка; Catalan: tintorer; Czech: barvíř, barvířka, barvič, barvička; Dutch: verver; Esperanto: kolorigisto; Finnish: värjäri; French: teinturier, teinturière; Galician: tintureiro; German: Färber, Färberin; Ancient Greek: ἁλουργός, βαλαυστιουργός, βάπτρια, βαφεύς, βάφισσα, δευσοποιός, ἰνδικοπλάστης, κογχιστής, ῥεγεύς, ῥεγιστήρ, ῥεγιστής, ῥηγεύς, ῥογεύς, χρωματουργός; Hindi: रंगरेज़; Hungarian: kelmefestő; Irish: clódóir, ruaimneoir; Latin: tinctor, infector; Macedonian: бојаџија; Maori: kaitāwai; Polish: farbiarz, farbiarka, barwiarz, barwiarka; Portuguese: tintureiro; Romanian: vopsitor, vopsitoare, boiangiu; Russian: красильщик, красильщица; Slovak: farbiar, farbiarka; Spanish: tintorero, tintorera; Turkish: boyacı; Ukrainian: фарбар, фарбарка, красильник, красильниця, фарбувальник, фарбувальниця; Welsh: lliwydd