θῶκος

From LSJ
Revision as of 13:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῶκος Medium diacritics: θῶκος Low diacritics: θώκος Capitals: ΘΩΚΟΣ
Transliteration A: thō̂kos Transliteration B: thōkos Transliteration C: thokos Beta Code: qw=kos

English (LSJ)

Ionic for θᾶκος.

German (Pape)

[Seite 1229] ὁ, = θᾶκος, der Sitz; Hom.; Pind. P. 11, 6; Sitzung, Sitz im Rath u. in der Volksversammlung; Od. 2, 26. 15, 468; θῶκόνδε, zur Sitzung, Od. 5, 3; θῶκοι ἀμπαυστήριοι Her. 1, 181. – Der Sessel, Her. 9, 84. – Auch Tragg., ἵνα μαντεῖα θῶκός τ' ἔστι Θεσπρωτοῦ Διός Aesch. Prom. 833. – Ep. auch gedehnt θόωκος, Od. 2, 26. 12, 318.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 siège, chaise;
2 action de siéger dans une assemblée.
Étymologie: ion. et épq. c. θᾶκος.

Russian (Dvoretsky)

θῶκος: эп. тж. θόωκος
1) седалище, кресло, стул, Hom., Pind., Her., Plut.;
2) заседание, совещание (οἱ ἄνδρες ἐς θῶκον πρόμολον Hom.; ἐν θώκῳ κατῆσθαι Her.);
3) епископская кафедра Anth.

Greek (Liddell-Scott)

θῶκος: ὁ, Ἰων. ἀντὶ θᾶκος, ὃ ἴδε.

English (Autenrieth)

and θόωκος (Att. θᾶκος) seat, Od. 2.14; assembly, Od. 2.26 .—θῶκόνδε, to the assembly.

English (Slater)

seat Ἰσμήνιον δ' ὀνύμαξεν, ἀλαθέα μαντίων θῶκον (P. 11.6)

Greek Monolingual

ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, Μ θῶκος)
έδρα, κάθισμα
νεοελλ.
1. κάθισμα που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα
2. κάθισμα επίσημου προσώπου («προεδρικός θώκος»)
3. φρ. «οικολογικός θώκος» — η μικρότερη ομάδα βιοτόπου η οποία κατέχεται από έναν οργανισμό ή από ένα είδος
αρχ.
1. έδρα ιερέα
2. συνέδριο, συνέλευση, βουλή
3. αφοδευτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θάκος < θάFακος, με συναίρεση. Σ' αυτόν τον τ. οδηγεί η γλώσσα του Ησύχ. θάβακον
θάκον ή θρόνον. Η προέλευση, όμως, του διαλεκτικού τ. θώκος < θόFακος ή θώFακος οδηγεί στην υπόθεση ότι και ο τ. θάκος ανάγεται σε θόFακος, απ' όπου το θάFακος (> θάκος) με προληπτική αφομοίωση. Κατ' άλλους, η λ. (με θ. θω- / θα-) συνδέεται με το τίθημι, θωμός, θαμά.
ΠΑΡ. αρχ. θακείον, θακεύω, θακώ, θάσσω, θοάζω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. ερημόθωκος, κοινόθακος, σύνθακος, σύνθωκος, υψίθωκος].

Frisk Etymological English

See also: s. θᾶκος.

Frisk Etymology German

θῶκος: {thō̃kos}
See also: s. θᾶκος.
Page 1,700