ποδεών

From LSJ
Revision as of 16:34, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδεών Medium diacritics: ποδεών Low diacritics: ποδεών Capitals: ΠΟΔΕΩΝ
Transliteration A: podeṓn Transliteration B: podeōn Transliteration C: podeon Beta Code: podew/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, (πούς) in plural, A ragged ends in the skins of animals, where the feet and tail have been, ἄκρων δέρμα λέοντος ἀφηυμένον ἐκ ποδεώνων a lion's skin hung round one's neck by the paws, Theoc.22.52. II sg., neck or mouth of a wineskin, which was formed by one of these ends, the others being sewn up, Hdt.2.121.δ; neck of a skin bag, Hp.Aff. 21, prob. in Art.77(pl.); ἀσκοῦ τὸν προὔχοντα ποδάονα (Dor. form), of the membrum virile, Orac. ap. Apollod.3.15.6. 2 neck of the bladder, Poll.2.196, Phot. 3 generally, of any narrow end, π. στεινός a narrow strip of land, Hdt.8.31. 4 lower end or corner of a sail, sheet, which in old times was a strip of hide (cf. πούς 11.2), Chrest.Oxy.1241 v 1 (ii A.D.), Luc.VH2.45. 5 in plural, of a kind of shoe, Lyd.Mag.1.12 (πεδ- codd.); so perhaps AP6.95 (Antiphil.).

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
1 cou d'une outre;
2 corde d'une voile;
3 langue de terre.
Étymologie: πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδεών -ῶνος, ὁ [πούς] uiteinde (van iets); uitbr. plur. klauwen (aan een leeuwenhuid, gebruikt om de huid om te hangen); Theocr. Id. 22.52; uiteinde (van wijnzak), tuit. Hdt. 2.121δ 1. schoot (van een zeil). landtong. Hdt. 8.31.

Russian (Dvoretsky)

ποδεών: ῶνος ὁ
1) лапка содранной шкуры: δέρμα λέοντος ἀφημμένον ἄκρων ἐκ ποδεώνων Theocr. связанная кончиками лап львиная шкура;
2) лапка меха, конец бурдюка (τῶν ἀσκῶν ποδεῶνας λύειν Her.);
3) нижний край паруса Luc.;
4) козья или овечья шкура, овчина Anth.;
5) геогр. полос(к)а, коса (π. στεινός Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ποδεών: -ῶνος, ὁ, (ποὺς) ἐν τῷ πλ., τὰ ἄκρα (ποδάρια) τοῦ δέρματος ζῴων, δέρμα λέοντος ἀφημμένον ἄκρων ἐκ ποδεώνων Θεόκρ. 22. 52. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ λαιμὸς ἢ τὸ στόμιον ἀσκοῦ, Ἡρόδ. 2. 121, 4, Ἀνθ. Π. 6. 95· ― Κατὰ Φώτ. «ποδεών»: κυρίως τοῦ ἀσκοῦ τὰ προὔχοντα· ἤτοι τῶν ποδῶν τὰ δέρματα» Πολυδ. Β΄, 196· μεταφορ. τὸ ἀνδρικὸν μόριον «παρ’ ὅσον ὡς ὁ ποδεὼν τοῦ ἀσκοῦ προέχει» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 679 (662 Elmsl.). 2) καθόλου ἐπὶ παντὸς στενοῦ ἄκρου, ποδεὼν στεινός, στενὸς λαιμὸς γῆς, Ἡρόδ. 8. 31. 3) τὸ κατώτατον ἄκρον ἢ ἡ κάτω γωνία τοῦ ἱστίου, ὅπερ ἦτο κατὰ τοὺς παλαιοτάτους χρόνους ἐκ δέρματος ζῴου (πρβλ. ποὺς ΙΙ. 2), Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστορ. 2. 45.

Greek Monolingual

-ῶνος, ο, ΝΑ και δωρ. τ. ποδάων, Α
καθεμιά από τις κάτω γωνίες τετράγωνου ιστίου («καὶ ταῖς χερσὶ τοὺς ποδεῶνας κατέχοντες», Λουκιαν.)
αρχ.
1. το άκρο της δοράς, του δέρματος από πόδι ζώου («ὑπὲρ νώτοιο καὶ αὐχένος ᾐωρεῖτο ἄκρων δέρμα λέοντος ἀφημμένον ἐκ ποδεώνων», Θεόκρ.)
2. ο λαιμός, το στόμιο ασκού
3. το ανδρικό μόριο, το πέος
4. το στόμιο της κύστης
5. οποιοδήποτε άκρο («τῆς γὰρ Δωρίδος χώρης ποδεὼν στεινὸς ταύτῃ κατατείνει», Ηρόδ.)
6. είδος υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. -εών (πρβλ. ξεν-εών, οιν-εών)].

Greek Monotonic

ποδεών: -ῶνος, ὁ (πούς),·
I. στον πληθ., τα σκληρά άκρα στο δέρμα των ζώων, που αποτελούνται από τα πόδια και την ουρά, δέρμα λέοντος ἀφημμένον ἄκρων ἐκ ποδεώνων, το δέρμα του λιονταριού που γαντζώνεται στον λαιμό κάποιου με τα νύχια, σε Θεόκρ.
II. 1. στον ενικ., λαιμός ή στόμιο ασκού, που αποτελείται από ένα από τα άκρα, τα υπόλοιπα είναι συρραμμένα, σε Ηρόδ.
2. γενικά, κάθε στενό άκρο, λωρίδα γης, στον ίδ.
3. κατώτερη γωνία ιστίου, «πόδι» ιστίου, σε Λουκ.

Middle Liddell

ποδεών, ῶνος, ὁ, πούς
I. in plural, the ragged ends in the skins of animals, formed by the feet and tail, δέρμα λέοντος ἀφημμένον ἄκρων ἐκ ποδεώνων a lion's skin hung round one's neck by the paws, Theocr.
II. in sg. the neck or mouth of a wineskin, formed by one of these ends, the others being sewn up, Hdt.
2. generally any narrow end, a strip of land, Hdt.
3. the lower corner of a sail, the sheet, Luc.

German (Pape)

ῶνος, ὁ, urspr. die Zipfel an der abgezogenen Tierhaut, die durch Ablösung der Füße und des Schwanzes entstehen und an den rohen und gegerbten Fellen sichtbar bleiben; δέρμα λέοντος ἀφημμένον ἄκρων ἐκ ποδεώνων, an den Zipfeln der Vorderpfoten zusammengeknüpfte Löwenhaut, Theocr. 22.52. Bes.
a ein lederner Schlauch zu Wein und Öl, an welchem die Fußenden eingenäht waren, um ihn daran fassen und tragen zu können, Her. 2.121.4, Apolld. 3.15.6.
b ein ledernes Kleid der Hirten und Landleute, bes. ein Schafpelz, an welchem die Zipfel zum Zusammenbinden dienten (vgl. Schol. Ar. Vesp. 670, οἱ τῆς μηλωτῆς πόδες), τρητοί, Antiphil. 4 (VI.95). – Übh. Zipfel, στεινός, ein schmaler Zipfel od. Streifen Landes, Her. 8.31. – Bes. auch die beiden untern Zipfel am Schiffssegel, sonst πόδες, welchesfrüher aus Häuten bestanden haben mag, deren Fußenden man zum Anspannen benutzte, Luc. V.H. 2.45. – Nach Schol. Eur. Med. 622 auch für πέος, πόσθη gebraucht.