εὔλαλος

From LSJ
Revision as of 14:35, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔλᾰλος Medium diacritics: εὔλαλος Low diacritics: εύλαλος Capitals: ΕΥΛΑΛΟΣ
Transliteration A: eúlalos Transliteration B: eulalos Transliteration C: eylalos Beta Code: eu)/lalos

English (LSJ)

ον, A sweetly-speaking, LXX Si.6.5; epithet of Apollo, AP9.525.6; of the Argo, Orph.A.244: metaph., of a wine-jar, AP9.229 (Marc.Arg.). II = εὔγλωσσος 11, LXX Jb.11.2.

German (Pape)

[Seite 1078] wohlredend, beredt, Orph. Arg. 246, Ἀργώ; Apollo, Hymn. (IX, 525, 6); sonst geschwätzig, von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); öfter in Anth.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 au beau langage, disert;
2 qui parle beaucoup, bavard.
Étymologie: εὖ, λαλέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔλαλος, -ον)
1. ευφραδής, εύγλωττος
2. αυτός που μιλά ή ηχεί γλυκά και ευάρεστα, γλυκόλαλος, μελωδικός
μσν.
φλύαρος
αρχ.
1. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, αυτός που λύνει τη γλώσσα
2. επίθ. του Απόλλωνος
3. επίθ. του Άργους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λάλος, υποχωρητικός σχηματισμός του ρ. λαλώ].

Greek Monotonic

εὔλᾰλος: -ον, I. αυτός που μιλάει γλυκά, γλυκομίλητος, σε Ανθ.
II. = εὔγλωσσος II, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εὔλᾰλος:
1 сладко говорящий (Ἀπόλλων Anth.);
2 (о вине), делающий красноречивым, развязывающий язык, (λάγυνος Anth.).

Middle Liddell

εὔ-λᾰλος, ον
I. sweetly-speaking, Anth.
II. = εὔγλωσσος II, Anth.