παλαιόφρων

From LSJ
Revision as of 13:41, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιόφρων Medium diacritics: παλαιόφρων Low diacritics: παλαιόφρων Capitals: ΠΑΛΑΙΟΦΡΩΝ
Transliteration A: palaióphrōn Transliteration B: palaiophrōn Transliteration C: palaiofron Beta Code: palaio/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, with the wisdom of age, A.Eu.838, Supp.593 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 445] altklug, Aesch. Suppl. 588, vgl. Eum. 802.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
dont l'esprit n’est pas novice, expert, expérimenté.
Étymologie: παλαιός, φρήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλαιόφρων -ον, gen. -ονος [παλαιός, φρήν] met de wijsheid der jaren, eerbiedwaardig.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλαιόφρων: 2, gen. ονος
1 обладающий древней мудростью (Ζεύς Aesch.);
2 умудренный опытом Aesch.

Greek Monolingual

παλαιόφρων, -ονος, ό, ἡ (Α)
αυτός που σκέπτεται ώριμα σαν γέρος, που είναι σώφρων, μυαλωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].

Greek Monotonic

πᾰλαιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), παλιός στη σκέψη, αυτός που έχει αποκτήσει σοφία λόγω ηλικίας, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας γέροντος, φρόνιμος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 838, Ἱκέτ. 593.

Middle Liddell

πᾰλαιό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
old in mind, with the wisdom of age, Aesch.