πάρεσις
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
εως, ἡ, A letting go, dismissal, τινὸς ἐκ Συρακουσῶν Plu. Comp. Dion. Brut.2; release, D.H.7.37. IIslackening of strength, paralysis, Hp.Epid.4.45; παραπληγίη π. ἁφῆς καὶ κινήσιος Aret.SD 1.7, cf. 2.5, Plu.2.652e. 2 metaph., ἡ ἀπὸ τῆς ὕλης π. Dam.Pr. 440. IIIremission of debts, χρημάτων π. Phalar.Ep.81.1; of sins, Ep.Rom.3.25. IV neglect, App.Reg. 13.
German (Pape)
[Seite 518] ἡ, das Vorbeilassen, Durchlassen, Hippocr. u. Sp., wie Plut.; auch das Entlassen, Dion et Brut. 2; Erschlaffung, Symp. 5, 5, 2; – τῶν άμαρτημάτων, Erlassen, N. T.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de laisser aller, de relâcher, relâchement, affaiblissement;
2 action de congédier.
Étymologie: παρίημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάρεσις -εως, ἡ [παρίημι] het laten gaan:. ἡ Διονυσίου πάρεσις ἐκ Συρακουσῶν het laten vertrekken van Dionysius uit Syracuse Plut. Brut. 55.3. christ. vergeving:. τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων vergeving van de begane zonden NT Rom. 3.25. geneesk. verlamming.
Russian (Dvoretsky)
πάρεσις: εως ἡ
1 отпускание, отпуск (ἡ Διονυσίου π. ἐκ Συρακουσῶν Plut.);
2 расслабление (εἰς πάρεσιν αί μέθαι τελευτῶσιν Plut.);
3 отпущение, прощение (τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων NT).
English (Strong)
from κτήτωρ; praetermission, i.e. toleration: remission.
English (Thayer)
παρεσισεως, ἡ (παρίημι, which see), pretermission, passing over, letting pass, neglecting, disregarding: διά τήν πάρεσιν ... ἀνοχή τοῦ Θεοῦ, because God had patiently let pass the sins committed previously (to the expiatory death of Christ), i. e. bad tolerated, had not punished (and so man's conception of his holiness was in danger of becoming dim, if not extinct), Trench, § xxxiii. (Hippocrates, Dionysius Halicarnassus, others)).
Greek Monotonic
πάρεσις: ἡ (παρίημι), το να αφήνω κάποιον ή κάτι, άφεση, συγχώρεση, απόλυση, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
πάρεσις: ἡ, τὸ ἀφιέναι ἢ ἀπολύειν τινά, ἀπόλυσις, τινος ἐκ τόπου Πλουτ. Δίωνος καὶ Βρούτου Σύγκρισις 2. ΙΙ. χαλάρωσις δυνάμεως, παράλυσις, Ἱππ. 1136G, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Νούσ. 2, 12, π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11, πρβλ. Πλούτ. 2. 652D. ΙΙΙ. ἄφεσις χρεῶν, Φάλαρ. 114· ἐπὶ ἁμαρτιῶν, Ἐπιστ. π. Ρωμ. γ΄, 25. IV. ἀμέλεια καταφρόνησις, Ἀππιαν. παρὰ Σουΐδ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 509.
Middle Liddell
πάρεσις, εως, παρίημι
a letting go, remission, NTest.
Chinese
原文音譯:p£resij 爬而-誒西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-讓(著)
字義溯源:容忍,置之不理,不注意,不予刑罰,不予考慮,寬容;源自(παρίημι)=放過去),由(παρά)*=旁,出於)與(Ἰεχονίας)X*=送)組成,其中 (Ἰεχονίας)X出自(εἰμί)X*=行走,去)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 寬容(1) 羅3:25
French (New Testament)
fait de laisser impuni