πεντηκοστός

From LSJ
Revision as of 23:47, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκοστός Medium diacritics: πεντηκοστός Low diacritics: πεντηκοστός Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟΣ
Transliteration A: pentēkostós Transliteration B: pentēkostos Transliteration C: pentikostos Beta Code: penthkosto/s

English (LSJ)

ή, όν, A fiftieth, Pl. Tht. 175b. II Subst. πεντηκοστή, ἡ, 1 (sc. μερίς), fiftieth part: hence, tax of two per cent. on exports and imports, at Athens, And.1.133, D.59.27: pl., Id.24.120; ἐς Ἀθάνας πεντηκοστὰ τῶν λίθων IG 42(1).103.46 (Epid.); at Delos, ib.22.1635.38 (iv B. C.), 11(2).161 A 26 (iii B. C.); at Halicarnassus, OGI 46.12 (iii B. C.); τῶν πρηθέντων τελείτω π. SIG 229.5 (Erythrae, iv B. C.); = Lat. quinquagesima, D.C.55.31 (s.v.l.): metaph., ταύτην ευὕρηκε Μειδίας καινὴν ἱππικήν τινα πεντηκοστήν invented a new sort of composition of two per cent. in lieu of his cavalry service, i. e. paid this instead of it, D.21.166. 2 (sc. ἡμέρα), fiftieth day (after the Passover), Pentecost, LXX 2 Ma. 12.32; ἡ ἡμέρα τῆς Π. Act.Ap. 2.1.

German (Pape)

[Seite 559] der funfzigste, Plat. Theaet. 175 b u. sonst; ἡ πεντηκοστή, der funfzigste Theil, sc. μοῖρα, also 2 Procent war der übliche Eingangszoll, τῶν εἰσαγομένων εἰς τὸν Πειραιᾶ φορτίων καὶ ἀνδραπόδων ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς πεντηκοστὴν ἐτ έλουν οἱ ἔμποροι, B. A. 297; Andoc. 1, 133 u. A.; vgl. Vöckh's Staatshaush. der Ath. I p. 337; – ἡ πεντηκοστή, sc. ἡμέρα, der funfzigste Tag nach Ostern, d. i. Pfingsten, K. S.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
cinquantième ; ἡ πεντεκοστή (ἡμέρα) la Pentecôte (cinquantième jour après Pâques).
Étymologie: πεντήκοντα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντηκοστός -ή -όν [πεντήκοντα] vijftigste; subst. ἡ πεντηκοστή belasting van een vijftigste (twee procent); subst. ἡ Πεντηκοστή Pinksteren (vijftigste dag na Pasen).

Russian (Dvoretsky)

πεντηκοστός: пятидесятый Plat.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκοστός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, τακτ. ἀριθμ. τοῦ 50, Πλάτ. Θεαίτ. 175Β. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἡ πεντηκοστή, 1) (ἐξυπακ. τοῦ μερίς), τὸ πεντηκοστὸν μέρος, ἐν Ἀθήναις ὁ φόρος δύο ἐπὶ τοῖς ἑκατὸν ὁ εἰσπραττόμενος ἐπὶ παντὸς ἐξαγομένου ἢ εἰσαγομένου πράγματος, οἷον ἐπὶ τοῦ εἰσαγομένου σίτου, Ἀνδοκ. 17. 24, Δημ. 1353. 21· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 738. 5· ἴδε Böckh P. E. 2.24, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ.· ― μεταφορ., ταύτην εὕρηκε Μειδίας καινὴν ἱππικῆς τινὰ πεντηκοστήν, εὗρε νέον εἶδος πεντηκοστῆς ἀντὶ τῆς ἐν τῷ ἱππικῷ ὑπηρεσίας του, δηλ. ἐπλήρωσε πεντηκοστὴν ὅπως ἐξαιρεθῇ, Δημ. 568. 12. 2) (ἐξυπακ. ἡμέρα), ἡ (μετὰ τὸ Πάσχα) πεντηκοστὴ ἡμέρα, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΒ΄, 32), Πράξ. Ἀποστ. β΄, 1, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πεντηκοστός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. τακτικό αριθμητικό που αντιστοιχεί στο απόλυτο πεντήκοντα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που σε μια σειρά ή τάξη ομοειδών προσώπων ή αντικειμένων κατέχει τον αριθμό πενήντα, αυτός που αριθμείται μετά από άλλους σαράντα εννέα
2. το θηλ. ως ουσ. η Πεντηκοστή
εκκλ. εορτή που γιορτάζεται πενήντα ημέρες μετά το Πάσχα και αντιστοιχεί προς την ομώνυμη εορτή τών Ιουδαίων αλλά έχει διαφορετικό περιεχόμενο, είναι δηλαδή για τους χριστιανούς η εορτή της επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος και η γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας, της οποίας η αρχή του εορτασμού ανάγεται στους αποστολικούς χρόνους και εορταζόταν εξ αρχής είτε στον ναό τών Ιεροσολύμων μαζί με τους Ιουδαίους είτε ανεξαρτήτως
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πεντηκοστό
καθένα από τα πενήντα ίσα μέρη στα οποία διαιρείται ποσό ή μέγεθος, το πεντηκοστημόριο
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. α) το πεντηκοστό μέρος
β) (ιδίως στην Αθήνα, στη Δήλο, στην Αλικαρνασσό και στην Ερυθραία) φόρος δύο επί τοῖς εκατό ο οποίος επιβαλλόταν σε κάθε εισαγόμενο και εξαγόμενο εμπόρευμα, όπως λ.χ. στον εισαγόμενο σίτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκο-ντα + κατάλ. -στος (πρβλ. ογδοηκο-στός)].

Greek Monotonic

πεντηκοστός: -ή, -όν (πεντήκοντα
I. πεντηκοστός, σε Πλάτ.
II. ως ουσ. ἡ πεντηκοστή,
1. (ενν. μερίς), στην Αθήνα φόρος του ενός πεντηκοστού ή του δύο τοις εκατό σε όλα τα εξαγόμενα και εισαγόμενα προϊόντα, σε Ρήτ.· εὕρηκε καινὴν ἱππικῆς τινα πεντηκοστήν, βρήκε νέο είδος φόρου δύο επι τοις εκατό, στη θέση της ιππικής υπηρεσίας, δηλ. πλήρωσε αυτό στη θέση εκείνης, σε Δημ.
2. (ενν. ἡμέρα), η πεντηκοστή μέρα μετά το Πάσχα, Πεντηκοστή, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

πεντηκοστός, ή, όν πεντήκοντα
I. fiftieth, Plat.
II. as substantive, ἡ πεντηκοστή,
1. (sc. μερίσ), at Athens the duty of one-fiftieth, or two per cent., on all exports and imports, Oratt.; εὕρηκε καινὴν ἱππικῆς τινὰ πεντηκοστήν he invented a new two per cent. duty, in lieu of his cavalry service, i. e. paid this instead of it, Dem.
2. (sc. ἡμέρἀ, the fiftieth day (after the Passover), Pentecost, NTest.