ὑποφθάνω
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
[ᾰ], aor. A ὑπέφθην A.R.4.307; part. ὑποφθάς Il.7.144; also in Med. aor. part. (v. infr.): later aor. 1 ὑπέφθᾰσα (v. infr.):—haste before, be or get beforehand, ὑποφθὰς δουρὶ μέσον περόνησεν getting beforehand he pierced him through the middle, Il.l.c.; ἔγραψεν ὑποφθάσας Plu.Pomp.21:—also in part. Med., κτεῖνεν ὑποφθάμενος Od.4.547. II c. acc., to be beforehand with one, A.R. l.c., Plu. Aem.26, etc.:—Med., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Od.15.171, cf. AP 9.227 (Bianor).
French (Bailly abrégé)
ao. réc. ὑπέφθασα, ao.2 ὑπέφθην;
devancer ou prévenir vivement ; abs. τινα qqn;
Moy. ὑποφθάνομαι (part. ao.2 ὑποφθάμενος) m. sign.
Étymologie: ὑπό, φθάνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποφθάνω: тж. med. упреждать, предупреждать, опережать: ὑποφθὰς δουρὶ περόνησεν Hom. забежав вперед, (Ликург) пронзил (его) копьем; τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Hom. упредив (Менелая), она сказала следующее; ὑ. τινά Plut. предупреждать кого-л. своим приходом; ὑ. τὴν ἀπόκρισιν Plut. дать первым ответ.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφθάνω: [ᾰ]· ἀόρ. ὑπέφθην, ἀπαρέμφ. ὑποφθῆναι, μετοχ. ὑποφθάς, ὡσαύτως ἐν τῇ μετοχ. τοῦ μέσ. ἀορίστ. (ἴδε κατωτ.)· μεταγεν. ἀόρ. α΄ ὑπέφθᾰσα. Σπεύδω πρότερον, προλαμβάνω, προφθάνω, ὑποφθὰς δουρὶ μέσον περόνησεν, προλαβὼν διετρύπησεν αὐτόν, «προφθάσας, προλαβὼν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 144· ἔγραψεν ὑποφθάσας Πλουτ. Πομπ. 21· οὕτω καὶ ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ μέσου ἀορ. ὑποφθάμενος κτεῖνεν Ὀδ. Δ. 547. ΙΙ. μετ’ αἰτ., προλαμβάνω τινά, εἶμαι πρότερος αὐτοῦ ἔν τινι, τῷ καὶ ὑπέφθη πρός γε βαλὼν ὑπὲρ αὐχένα γαίης Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 307, Πλουτ. Αἰμίλ. 26, κλπ.· καὶ ἐν τῷ μέσ., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Ὀδ. Ο. 171, πρβλ. Ἀνθ. Π. 227. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε τὸ ῥῆμα φθάνω].
English (Autenrieth)
aor. 2 part. ὑποφθάς, mid. aor. 2 part. ὑποφθάμενος: be or get beforehand, anticipate.
Greek Monolingual
Α φθάνω
1. προφθάνω, προλαβαίνω
2. προηγούμαι κάποιου («ὑποφθάσας τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ὑποφθάνω: [ᾰ], αόρ. βʹ ὑπ-έφθην, απαρ. ὑπο-φθῆναι, μτχ. -φθάς, επίσης σε Μέσ. μτχ. -φθάμενος,
I. σπεύδω πριν από, προλαβαίνω, προφθαίνω, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑποφθάμενος κτεῖνεν, σε Ομήρ. Οδ.
II. με αιτ., προηγούμαι κάποιου σε κάτι, σε Πλούτ. — Μέσ., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
aor2 ὑπ-έφθην inf. ὑπο-φθῆναι part. -φθάς mid. part. -φθάμενος
I. to haste before, be or get beforehand, Il.; ὑποφθάμενος κτεῖνεν Od.
II. c. acc. to be beforehand with one, Plut.; Mid., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον Od.
German (Pape)
(φθάνω), zuvoreilen, zuvorkommen, eher tun; ὑποφθὰς δουρὶ μέσον περόνησεν, er durchbohrte ihn eher, Il. 7.144; und im med., ὑποφθάμενος κτεῖνεν Od. 4.547; auch c. accus., τὸν ὑποφθαμένη φάτο μῦθον, ihm zuvorkommend, eher als er, 15.471; δεσμόν, Bian. 2 (IX.227). Auch in sp. Prosa, ὑποφθάσας τοὺς Ῥωμαίους Plut. Aem. 26.