παρατροχάζω

From LSJ
Revision as of 15:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατροχάζω Medium diacritics: παρατροχάζω Low diacritics: παρατροχάζω Capitals: ΠΑΡΑΤΡΟΧΑΖΩ
Transliteration A: paratrocházō Transliteration B: paratrochazō Transliteration C: paratrochazo Beta Code: paratroxa/zw

English (LSJ)

poet. for παρατρέχω, A run past, τινα AP9.372, 11.163 (Lucill.). 2 pass by or over, leave unnoticed, APl.4.169: metaph., εὐσεβίη οὔ με παρετρόχασεν Puchstein Epigr.Gr.p.10. II run alongside, App.BC3.70; τινι by one, Id.Syr.64.

German (Pape)

[Seite 504] poet. statt παρατρέχω, vorbeilaufen, τινά, Ep. ad. 419 (IX, 372), wie Lucill. 44 (XI, 163); übertreffen, Ep. ad. 248 (Plan. 169); – nebenherlaufen, App. B. C. 3, 70.

French (Bailly abrégé)

1 courir auprès ou le long de, τινι ; fig. passer le long de, négliger;
2 dépasser à la course, acc..
Étymologie: παρά, τροχάζω.

Russian (Dvoretsky)

παρατροχάζω: опережать, обгонять (τινά Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

παρατροχάζω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ παρατρέχω, παρέρχομαι τρέχων, τινὰ Ἀνθ. Π. 9. 372., 11. 163· παρέρχομαι, ἀφίνω ἀπαρατήρητον, Ἀνθ. Πλαν. 169. ΙΙ. τρέχω παραπλεύρως, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 70· τινί, πλησίον τινός, ὁ αὐτ. ἐν Συρ. 64.

Greek Monolingual

Α
(μτγν. ποιητ. τ. του παρατρέχω)
1. περνώ τρέχοντας, ξεπερνώ κάποιον («παῑδα παρετρόχασα», Ανθ. Παλ.)
2. μτφ. αντιπαρέρχομαι, αφήνω κάποιον απαρατήρητο («πάρις τήνδε παρετρόχασε», Ανθ. Παλ.)
3. τρέχω παραπλεύρως, δίπλα
4. (με δοτ. προσ.) τρέχω κοντά σε κάποιον («παρατροχάσαι ποτέ ἐπὶ πλεῖστον αὐτῷ», Αππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + τροχάζω «τρέχω γρήγορα»].

Greek Monotonic

παρατροχάζω: ποιητ. αντί παρατρέχω, έρχομαι τρέχοντας, τινά, σε Ανθ.· περνώ δίπλα ή πάνω από, προσπερνώ, αφήνω απαρατήρητο, στο ίδ.

Middle Liddell

poet. for παρατρέχω
to run past, τινά Anth.: to pass by or over, to leave unnoticed, Anth.