ἀτάρακτος

From LSJ
Revision as of 12:02, 6 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτᾰρακτος Medium diacritics: ἀτάρακτος Low diacritics: ατάρακτος Capitals: ΑΤΑΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: atáraktos Transliteration B: ataraktos Transliteration C: ataraktos Beta Code: a)ta/raktos

English (LSJ)

ον,
A not disturbed, uniform, περίοδοι Pl.Ti.47c.
II not disturbed, without confusion, steady, of soldiers, X.Cyr.2.1.31: generally, quiet, Id.Eq.7.10 (Sup.). Adv. Sup. ἀταρακτότατα Id.Eq.Mag.2.1.
III not excited, calm, Arist.HA 630b12: Comp., M.Ant.4.24; of the sea, prob. in Arist.Pr.944b23. Adv. ἀταράκτως, ζῆν Phld.Herc.1003.

Spanish (DGE)

-ον
I 1disciplinado en el ejército, X.Cyr.2.1.31, neutr. sup. plu. como adv. ῥᾷστα καὶ ἀταρακτότατα ὁδοὺς πορεύσονται X.Eq.Mag.2.1.
2 no agitado, tranquilo de un anim., por op. al que es acosado y perseguido, Arist.HA 630b12, neutr. subst. τὸ ἀτάρακτον Arist.Pr.944b23
fig. no alterado, inmutable, uniforme αἱ ἐν οὐρανῷ ... τοῦ νοῦ περίοδοι Pl.Ti.47c, cf. Poll.5.169
de pers. impasible, tranquilo, no perturbadoδίκαιος ἀταρακτότατος Epicur.Sent.[5] 17, cf. Fr.[37] 29.2, M.Ant.4.24
neutr. compar. como adv. ἥδιον βιώσονται καὶ ἀταρακτότερον Plu.2.1104b.
3 que no causa alteración τοῦτο γὰρ ἀταρακτότατον X.Eq.7.10.
II adv. ἀταράκτως
1 sin desorden en el ejército τὸ μέτωπον δὲ οὕτω μηκύνοιεν ἂν τῆς τάξεως ἀταράκτως X.Eq.Mag.4.10.
2 sin perturbación ζῆν ἀταράκτως Phld.Log.Libr.p.572, ἀταράκτως ... διαβιῶναι M.Ant.12.3.

German (Pape)

[Seite 383] nicht verwirrt, nicht beunruhigt, unerschütterlich, Plat. Tim. 47 c Xen. Cyr. 2, 1, 31; von keiner Leidenschaft bewegt, ἀταρακτότερος M. Anton. 4, 24; nicht beunruhigend, Xen. de re equ. 7, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non troublé ; sans désordre, sans confusion (troupe de soldats).
Étymologie: , ταράσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀτάρακτος: (τᾰ)
1 не приведенный в замешательство, хладнокровный, непоколебимый (στρατιωτικοί Xen.);
2 астр. ничем не возмущаемый (αἱ ἐν οὐρανῷ περιφοραί Plat.);
3 невозмутимый, спокойный Xen. etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτάρακτος: -ον, ὁ μὴ τεταραγμένος, ἀεὶ ὅμοιος, περιφοραὶ Πλάτ. Τίμ. 47C. ΙΙ. ὁ μὴ ταραχθείς, ὁ μὴ εἰς σύγχυσιν περιπεσών, εὐσταθής, περὶ τῶν ἀμφὶ τὸ στράτευμα ὑπηρετῶν, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 31· οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ. ὁ αὐτ. Ἱππαρχ. 2, 1 (ἐν τῷ ὑπερθ. -ότατα): καθόλου, ἄνευ ταραχῆς, ἥσυχος, ὁ αὐτ. Ἱππ. 7, 10. ΙΙΙ. ὁ μὴ ὑπὸ πάθους διαταραχθείς, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 7: ἀπαθής Μ. Ἀντων. 4. 24.

Greek Monolingual

και ατάραχος και ατάραγος, -η, -ο (AM ἀτάρακτος και ἀτάραχος, -ον)
ήρεμος, γαλήνιος
νεοελλ.
1. (για υγρά) αυτός που δεν τον έχουν ανακατέψει
2. αυτός που δεν συγκινείται, ο απαθής
αρχ.
1. αμετασάλευτος, αμετάβλητος, σταθερός
2. αυτός που δεν προκαλεί ή δεν φέρνει ταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ατάρακτος και ατάραγος < α- στερ. + ταράσσω, ενώ ο τ. ατάραχος < α- στερ. + -ταραχος < ταραχή < ταράσσω.

Greek Monotonic

ἀτάρακτος: -ον (ταράσσω), αυτός που δεν διακόπτεται, χωρίς ταραχή, αμετακίνητος, για στρατιώτες, σε Ξεν.

Middle Liddell

ταράσσω
not disturbed, without confusion, steady, of soldiers, Xen.