τειχίον
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
τό, wall, μέγα τ. αὐλῆς Od.16.165,343: used of walls of buildings, not, like τεῖχος, of citywalls, v. IG12.373.258, Ar.Ec.497, V.1109, Th.6.66, 7.81, Aen.Tact. 2.2, PHal.1.88,91 (iii B.C.), etc.; of a wall as the fence of a field, X.Eq.3.7, Eq.Mag.6.5.
German (Pape)
[Seite 1081] τό, der Form nach dim. von τεῖχος, Mauer, des Hofes, eines Hauses, Wand, nicht von der Stadtmauer, nach den VLL. ἐπὶ οἰκίας; μέγα τειχίον αὐλῆς, Od. 16, 165. 343, was 341 ἕρκεα heißt, u. so, für Umhägung, Thuc. 6, 66. 7, 81, Gemäuer des Hauses, Ar. Eccl. 497 Vesp. 1109, Arist. H. A. 5, 17; vgl. noch Plat. Rep. VII, 514, d, τειχίον ὥσπερ τοῖς θαυματοποιοῖς πρὸ τῶν ἀνθρώπων πρόκειται τὰ παραφράγματα. – Eigentliches dim. scheint es bei Pallad. 139 (IX, 328) zu sein. – Die Betonung τείχιον ist falsch.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mur de maison, de cour.
Étymologie: dim. de τεῖχος.
Russian (Dvoretsky)
τειχίον: τό (небольшая) стена, ограда Hom. etc.
Greek (Liddell-Scott)
τειχίον: τὸ περιτείχισμα, μέγα τειχίον αὐλῆς Ὀδ. Π. 165. 343 (ὡς τὸ ἕρκεα, αὐτόθι 341)· ― ἡ ὑποκοριστ. αὐτοῦ σημασία κεῖται ἐν τούτῳ ὅτι λέγεται συνήθως ἐπὶ τῶν ἰδιωτικῶν οἰκοδομημάτων καὶ οὐχὶ ὡς τὸ τεῖχος, ἐπὶ τῶν τῆς πόλεως τειχῶν, ἴδε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 497 (ἂν καὶ παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Σφ. 1109 φαίνεται ὅτι λέγεται ἐπὶ τῶν τῆς πόλεως τειχῶν), Θουκ. 6. 66., 7. 81, κλπ., πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. σ. 837, Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 511.
English (Autenrieth)
(dimin. from τεῖχος): wall belonging to a building, not a city or town, Od. 16.165 and 343.
Greek Monotonic
τειχίον: τό (τεῖχος), περιτείχισμα, σε Ομήρ. Οδ.· η υποκορ. του σημασία λέγεται συνήθως για τα ιδιωτικά οικοδομήματα και όχι —όπως το τεῖχος,— για τα τείχη της πόλης.
Middle Liddell
τειχίον, ου, τό, τεῖχος
a wall, Od.:—any dimin. sense it has consists in its being commonly limited to private buildings, as opp. to city-walls.