παμψηφεί
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
Adv. with all the votes, π. νικᾶν AP11.239 (Lucill.), cf. Sch.Ar.Eq. 525, etc.; Dor. παμ-ψᾱφεί Polus ap. Stob. 3.9.51.
German (Pape)
[Seite 455] mit allen Stimmen, Lucill. 88 (XI, 239).
French (Bailly abrégé)
adv.
avec tous les suffrages.
Étymologie: πᾶν, ψῆφος.
Russian (Dvoretsky)
παμψηφεί: adv. единогласно или по всем пунктам (νικᾶν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
παμψηφεί: ὡς καὶ νῦν, μεθ’ ὅλων τῶν ψήφων, π. νικᾶν Ἀνθ. Π. 11. 239, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 525, κτλ.. Δωρικ. παμψᾱφί, Πῶλος παρὰ Στοβ. 106. 5.
Greek Monolingual
(ΑΜ παμψηφεί, Α δωρ. τ. παμψαφεί)
επίρρ. με όλες τις ψήφους, με παμψηφία, ομόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ψῆφος + επιρρμ. κατάλ. -ει].
Greek Monotonic
παμψηφεί: (ψῆφος), επίρρ., με όλες τις ψήφους, σε Ανθ.
Middle Liddell
ψῆφος
by all the votes, Anth.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πᾶς + ψῆφος ἀπό ὅπου παράγεται τό ψηφίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.