σμῶδιξ

From LSJ
Revision as of 16:15, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῶδιξ Medium diacritics: σμῶδιξ Low diacritics: σμώδιξ Capitals: ΣΜΩΔΙΞ
Transliteration A: smō̂dix Transliteration B: smōdix Transliteration C: smodiks Beta Code: smw=dic

English (LSJ)

ιγγος, ἡ, weal, swollen bruise, caused by a blow, σ. αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη Il.2.267; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες . . αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον 23.716, cf. Opp.H.2.428.

German (Pape)

[Seite 912] ιγγος, ἡ, eine mit Blut unterlaufene Strieme, Schwiele, Beule, bes. von einem Schlage; σμῶδιξ δ' αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη, Il. 2, 267, von dem Schlage mit dem Scepter; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον, 23, 716; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 428 Lycophr. 783. – Vgl. σμώχω.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ἡ) :
tumeur provenant d'une contusion, contusion.
Étymologie: DELG cf. σμώχω, σμήω.

English (Autenrieth)

ιγγος: bloody wale, weal, Il. 2.267 and Il. 23.716.

Greek Monolingual

-ώδιγγος, ἡ, Α
πρήξιμο που προξενείται από χτύπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας σμη- του ρ. σμῶ «πλένω, καθαρίζω» (πρβλ. σμώχώ), μέσω ενός αμάρτυρου προσηγορικού σμω-δ(ο)- με το εκφραστικό επίθημα -ιξ, -ιγγος, που απαντά και σε άλλους ιατρικούς όρους (πρβλ. κύστιγξ, μῆνιγξ)].

Greek Monotonic

σμῶδιξ: -ιγγος, ἡ, οίδημα, πρήξιμο που προκαλείται από χτύπημα, μελανιά, μελάνιασμα, μώλωπας, σε Ομήρ. Ιλ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

σμῶδιξ: ιγγος ἡ полоса (от удара), кровоподтек (σ. αἱματόεσσα Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμῶδιξ -ιγγος, ἡ [~ σμώχω] striem, blauwe plek.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: bloodshot bruise, bloody weal (Β 267, Ψ 716, Opp. H. 2, 428).
Other forms: pl. -ιγγες. Also μῶδιξ φλέψ, φλυκτίς H.
Derivatives: σμωδικὰ φάρμακα (Gal.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as φῦσιγξ, θῶμιγξ, μάσιξ a.o. with comparable meaning; first from a noun *σμωδ(ο)- with further connection with σμῆ-ν, σμώ-χω rub (Persson Stud. 156 n. 1; similar EM 721, 23); s. σμάω and W.-Hofmann s. fāmex (w. lit.). - The connection suggested is formally and semantically not convincing; rather a Pre-Greek word; note the prenasalization (Furnée 279f.).

Middle Liddell

σμῶδιξ, ιγγος,
a weal, swollen bruise, caused by a blow, Il. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

σμῶδιξ: {smō̃diks}
Forms: pl. -ιγγες
Grammar: f.
Meaning: mit Blut unterlaufene Strieme, blutige Schwiele (Β 267, Ψ 716, Opp. H. 2, 428).
Derivative: Davon σμωδικὰ φάρμακα (Gal.). Auch μῶδιξ· φλέψ, φλυκτίς H.
Etymology: Bildung wie die gewissermaßen sinnverwandten φῦσιγξ, θῶμιγξ, μάσιξ u.a.; wohl zunächst von einem Nomen *σμωδ(ο)- mit weiterem Anschluß an σμῆν, σμώχω reiben (Persson Stud. 156 A. 1; ähnlich EM 721, 23); s. σμάω und W.-Hofmann s. fāmex (m. Lit.).
Page 2,752