ἐκσημαίνω
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
disclose, indicate, S.El.1191.
Spanish (DGE)
1 dejar entrever πόθεν τοῦτ' ἐξεσήμηνας κακόν; ¿de quién procede el crimen que dejaste entrever? S.El.1191.
2 en v. med. significar, dar a entender μὴ νομίσῃς δὲ τοῦτο ἁπλῶς ἐκσημήνασθαι τὴν θείαν Γραφήν Chrys.M.53.272.
German (Pape)
[Seite 778] bezeichnen, aussprechen, Soph. El. 1182.
French (Bailly abrégé)
indiquer, expliquer.
Étymologie: ἐκ, σημαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκσημαίνω: (aor. ἐξεσήμηνα) указывать, возвещать (κακόν τι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσημαίνω: ὑπαινίττομαι, Σοφ. Ἠλ. 1191.
Greek Monolingual
ἐκσημαίνω (Α)
1. σημαίνω, δηλώνω, υπαινίσσομαι
2. αποκαλύπτω, φανερώνω
3. ανακαλύπτω.
Greek Monotonic
ἐκσημαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, φανερώνω, αποκαλύπτω, υποδεικνύω, μαρτυρώ, γνωστοποιώ, σε Σοφ.