συγχώρημα

From LSJ
Revision as of 09:46, 28 October 2023 by Spiros (talk | contribs)

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχώρημα Medium diacritics: συγχώρημα Low diacritics: συγχώρημα Capitals: ΣΥΓΧΩΡΗΜΑ
Transliteration A: synchṓrēma Transliteration B: synchōrēma Transliteration C: sygchorima Beta Code: sugxw/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A concession, Plb.5.67.8, al.; σ. λαβεῖν παρά τινος Id.4.73.10; περί τινος Id.1.85.3; σ. γίγνεταί τινι Id.6.13.3; σ. τιμῆς Plu.Publ. 20.
2 agreement, PSI2.189.18 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 972] τό, das Nachgegebene, Erlaubniß, Urlaub; Pol. 5, 67, 8 u. öfter; συγχώρημα λαβεῖν παρά τινος, 4, 73, 10; c. inf., 4, 80, 12; περί τινος, 1, 85, 3.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. συγχώρησις.
Étymologie: συγχωρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγχώρημα -ατος, τό [συγχωρέω] concessie, toekenning. κατὰ τὸ συγχώρημα τῆς τιμῆς door de toekenning van dat eerbewijs Plut. Publ. 20.3.

Russian (Dvoretsky)

συγχώρημα: ατος τό уступка, согласие, разрешение (περί τινος Polyb.): σ. τῆς τιμῆς Plut. оказание почестей.

Greek (Liddell-Scott)

συγχώρημα: τό, παραχώρησις, συναίνεσις, Πολύβ. 5. 67, 8, κτλ.· συγχ. λαβεῖν παρά τινος 4. 73, 10· περί τινος 1. 85, 3· σ. γίγνεταί τινι 6. 13, 3· σ. τιμῆς Πλουτ. Ποπλ. 20.

Greek Monolingual

τὸ, Α συγχωρῶ
1. συγκατάνευση, συγκατάθεση, έγκριση («λαβόντες παρὰ τῶν Ἑλλήνων συγχώρημα διὰ τὸν ἀγῶνα τῶν Ὀλυμπίων», Πολ.)
2. συμφωνία, συνεννόηση («ὁμολογῶ πεπρακέναι τὸ ὑπάρχον μοι ἀπὸ δικαίου συγχωρήματος Κοπρέου ψιλὸν τόπον», πάπ.).

Greek Monotonic

συγχώρημα: -ατος, τό, παραχώρηση, υποχώρηση, συγκατάνευση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

συγχώρημα, ατος, τό, [from συγχωρέω
a concession, Plut.

Translations

agreement

Arabic: اِتِّفَاق‎, تَوَافُق‎, تَفَاهُم‎; Moroccan Arabic: اتفاقية‎; Azerbaijani: razılaşma, saziş, müqavilə, bağlaşma; Belarusian: пагадненне; Bengali: করার; Bulgarian: съгласие; Catalan: acord, pacte; Chinese Mandarin: 協議/协议, 同意, 答應/答应, 協定/协定; Corsican: accordu; Czech: domluva, souhlas, soulad; Danish: aftale, samtykke; Dutch: afspraak, overeenkomst, goedkeuring; Esperanto: interkonsento; Finnish: sopimus; French: accord, entente, pacte; Galician: acordo; German: Vereinbarung, Zustimmung; Gothic: 𐍃𐌰𐌼𐌰𐌵𐌹𐍃𐍃; Greek: συμφωνία; Ancient Greek: ἅδιξις, ἀκολουθία, ἁρμονία, διαλλαγή, διομολογία, καταίνεσις, ξύμπνοια, ξυμφωνία, ξυναλλαγή, ξύνθεσις, ξύνθημα, ὁμολογά, ὁμολογία, ὁμολογίη, ὁμόνοια, ὁμοφωνία, πάκτον, συγκατάθεσις, συγχρηματισμός, συγχώρημα, συγχώρησις, σύμπνοια, συμπνοίη, συμφρόνησις, συμφώνημα, συμφώνησις, συμφωνία, συναλλαγή, σύνθεσις, σύνθημα, σύννευσις, συνομολογία, συνομόνοια, συντονία, συντρέχεια, συνῳδία, τὸ συμπνεῖν; Hebrew: הֶסְכֵּם‎, הַסְכָּמָה‎; Hindi: इक़रार; Hungarian: megegyezés, egyezmény; Irish: conradh; Italian: consenso, accordo; Japanese: 合意, 一致, 納得, 賛成; Kazakh: келісім; Khmer: កិច្ចព្រមព្រៀង, កតិកា; Korean: 협정(協定), 합의(合意), 동의(同意); Kurdish Central Kurdish: یەککەوتن‎; Northern Kurdish: peyman, tifaq; Kyrgyz: макулдук, келишим; Lao: ກະຕິກາ, ຂໍ້ຕົກລົງ; Latin: sponsio, pactum, foedus, compectum; Macedonian: спогодба, агреман; Malay: persetujuan; Malayalam: ഉടമ്പടി, തീരുമാനം; Maltese: ftehim; Maori: whakaaetanga, kirimana; Mirandese: acuordo; Navajo: ahaʼdeetʼaah; Norman: accord; Norwegian Bokmål: avtale, samtykke, overenskomst; Persian: پیمان‎, توافق‎; Polish: umowa; Portuguese: consenso, acordo, pacto; Romanian: acord, consens, înțelegere; Russian: согласие, договор, договор, соглашение, договорённость; Scottish Gaelic: aontachadh, còrdadh, aonta; Serbo-Croatian Cyrillic: спо̏разӯм; Roman: spȍrazūm; Sicilian: accordu, accordiu; Slovak: dohoda; Slovene: dogovor; Spanish: acuerdo, convenio; Swahili: mkataba; Swedish: avtal, överenskommelse, samtycke; Tagalog: usapan; Tajik: маслиҳат, созиш, тавофуқ; Thai: กติกา; Tocharian B: plāksar; Tok Pisin: agrimen; Ukrainian: угода, договір, домовленість; Vietnamese: đồng ý, hiệp định; Walloon: acoird; Welsh: cydfod, cytundeb, cytgord