κνεφαῖος

From LSJ
Revision as of 10:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνεφαῖος Medium diacritics: κνεφαῖος Low diacritics: κνεφαίος Capitals: ΚΝΕΦΑΙΟΣ
Transliteration A: knephaîos Transliteration B: knephaios Transliteration C: knefaios Beta Code: knefai=os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Ar.Ra.1350 (lyr.):—
A dark, Ταρτάρου βάθη A.Pr.1029, cf. E.Alc.593 (lyr.).
2 in the dark, κ. ἐλθών having come in the dark, i.e. at nightfall, Hippon.63; also, early in the morning, ἀνεφάνη κ. Ar.V.124, cf. Ra. l.c., Lys.327 (lyr.), etc.

German (Pape)

[Seite 1459] dunkel, finster; κνεφαῖά τ' ἀμφὶ Ταρτάρου βάθη Aesch. Prom 1031; Ἀελίου κνεφαίαν ἱππόστασιν Eur. Alc. 595; κνεφαῖος ἀνεφάνη, in der Dämmerung kam er, Ar. Vesp. 124, vgl. Lys. 327; auch 2 Endgn, Ran. 1349. – Adv., Schol. Ar. Lys. 327.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 obscur, sombre;
2 qui agit dans l'obscurité.
Étymologie: κνέφας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνεφαῖος -α -ον, f. ook -ος [κνέφας] donker, duister:; ἀμφὶ μὲν ἀελίου κνεφαίαν ἱππόστασιν bij de duistere stal van de zonnepaarden Eur. Alc. 592; κνεφαῖά τ’ ἀμφὶ Ταρτάρου βάθη de duistere diepten rond de Tartarus Aeschl. PV 1029; pred. in het donker:. ὁ δ’ ἀνεφάνη κνεφαῖος hij dook op in het donker Aristoph. Ve. 124.

Russian (Dvoretsky)

κνεφαῖος: и 2 темный, мрачный (Ταρτάρου βάθη Aesch.; Ἀελίου ἱππόστασις Eur.): κ. ἀνεφάνη Arph. он появился, когда (еще) было темно.

Greek (Liddell-Scott)

κνεφαῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1350· (κνέφας)· ― σκοτεινός, ἀμαυρός, Ταρτάρου βάθη Αἰσχύλ. Πρ. 1029, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 593. 2) ἐν τῷ σκότει, κνεφαῖος ἐλθών, ἐλθὼν ἐν τῷ σκότει, δηλ. κατὰ τὴν νύκτα, Ἱππῶν. 37· ἀλλ᾿ ὡσαύτως, ἐνωρὶς τὸ πρωΐ, κν. ἀνεφάνη Ἀριστοφ. Σφῆκ. 124, πρβλ. Βατρ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Λυσ. 327, κτλ. Ἐπίρρ. -ως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 327, πρβλ. κνέφας, σκοταῖος, καὶ ὡσαύτως δνόφος.

Greek Monolingual

κνεφαῖος, -αία, -ον (Α) κνέφας
1. σκοτεινός, μαύρος («κνεφαῖα τ' ἀμφὶ Ταρτάρου βάθη», Αισχύλ.)
2. αυτός που βρίσκεται μέσα στο σκοτάδι τη νύχτα ή ο πολύ πρωινός (α. «κνεφαῖος ἐλθών», Ιππών.
β. «ὁ δ' ἀνεφάνη κνεφαῖος ἐπὶ τῇ κιγκλίδι», Αριστοφ.). Επιρρ. κνεφαίως (Α)
την ώρα που έχει σκοτάδι.

Greek Monotonic

κνεφαῖος: -α, -ον και -ος, -ον (κνέφας),
1. σκοτεινός, σκιερός, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. στο σκοτάδι, νωρίς το πρωί, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

κνεφαῖος, η, ον κνέφας
1. dark, dusky, Aesch., Eur.
2. in the dark, early in the morning, Ar.

English (Woodhouse)

dark, gloomy, without light

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)