συναμπέχω

From LSJ
Revision as of 10:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναμπέχω Medium diacritics: συναμπέχω Low diacritics: συναμπέχω Capitals: ΣΥΝΑΜΠΕΧΩ
Transliteration A: synampéchō Transliteration B: synampechō Transliteration C: synampecho Beta Code: sunampe/xw

English (LSJ)

and συναμπίσχω, cover up together or cover up closely, wrap up, ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις A.Pr.521:—Med., τί συναμπίσχῃ κόρας; why dost veil thine eyes? E.HF1111.

German (Pape)

[Seite 999] (s. ἔχω, ἀμπέχω), mit, zugleich umgeben, umhüllen, bedecken, ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις; Aesch. Prom. 519.

French (Bailly abrégé)

envelopper entièrement, cacher.
Étymologie: σύν, ἀμπέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αμπέχω geheel omhullen. Aeschl. PV 521.

Russian (Dvoretsky)

συναμπέχω: окутывать, скрывать (σεμνόν τι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

συναμπέχω: καὶ -ίσχω, περικαλύπτω στενῶς ἢ ὁμοῦ, περικαλύπτω, περιτυλίσσω, ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχειν Αἰσχύλ. Πρ. 521. ― Μέσ., τί συναμπίσχει κόρας; διὰ τί καλύπτεις τοὺς ὀφθαλμούς σου; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1111.

Greek Monolingual

και συναμπίσχω Α
περιβάλλω, καλύπτω τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀμπέχω «περιβάλλω, περικλείω, σκεπάζω»].

Greek Monotonic

συναμπέχω: και -αμπίσχω, σκεπάζω εντελώς, περιτυλίγω, συγκαλύπτω, σε Αισχύλ. — Μέσ., τί συναμπίσχει κόρας; γιατί καλύπτεις τα μάτια σου; σε Ευρ.

Middle Liddell

-αμπίσχω
to cover up closely, to wrap up, Aesch.:—Mid., τί συναμπίσχει κόρας; why dost veil thine eyes? Eur.