ἀντιπέμπω

From LSJ
Revision as of 11:20, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπέμπω Medium diacritics: ἀντιπέμπω Low diacritics: αντιπέμπω Capitals: ΑΝΤΙΠΕΜΠΩ
Transliteration A: antipémpō Transliteration B: antipempō Transliteration C: antipempo Beta Code: a)ntipe/mpw

English (LSJ)

A send back an answer, Hdt.2.114; πέμψασιν ἀντέπεμψεν S.OT306:—Pass., Hdt.6.4.
2 send back sound, echo, Arr.An.6.3.3.
3 send in requital or repayment, οἰκούρια S.Tr.542; τινὶ θηρίον Philem.47.
II send against, στρατιάν τινι Th.6.99.
III send in the place of another, στρατηγοὺς ἐπὶ τὰς ναῦς Id.8.54.

Spanish (DGE)

I 1enviar a su vez c. ac. compl. dir. μέρος ... τῆς στρατιᾶς Th.6.99, ἀντιπέμψαντες δὲ κἀκεῖνοι σφῶν αὐτῶν τινας διεχώλυσαν Th.7.79, ἡμᾶς τί ... (ἔδει) ἀντιπέμψαι θηρίον; Philem.47, μῆλον ἀλλήλοις Philostr.Im.1.6, κλεῖδας ... αὐτοῖς Polyaen.2.36.
2 abs. c. verb. de ‘decir’, etc. devolver una respuesta πρὸς ταῦτα ... λέγων τάδε Hdt.2.114, ἡ δέ οἱ ἀντέπεμπε φαμένη οὐ γινώσκειν Hdt.3.68, πέμψασιν ἡμῖν ἀντέπεμψεν S.OT 306, cf. PFlor.154B, en v. pas., Hdt.6.4
del eco responder Arr.An.6.3.3.
3 c. ac. compl. dir. y pred. enviar como pago τοιάδ' ... οἰκούρι' ἀντέπεμψε me envió tales cosas como pago a mis desvelos por la casa S.Tr.542.
II 1enviar en lugar de Φρύνιχον ... παρέλυσεν ὁ δῆμος τῆς ἀρχῆς καὶ ... Σκιρωνίδην, ἀντέπεμψαν δὲ στρατηγούς ... Διομέδοντα καὶ Λέοντα Th.8.54.
2 enviar de un lado a otro σφαῖραν ἀλλήλοις Thdt.HE 4.15.5.

German (Pape)

[Seite 258] dagegen, dafür schicken, zum Lohn, τινός, für etwas, Soph. Tr. 549; zur Antwort, Her. 2, 114; wieder sagen lassen, 3, 68; an der Stelle Jemandes schicken, Thuc. 8, 54; entgegenschicken, 6, 99; zurückschicken, Plut.

French (Bailly abrégé)

I. renvoyer, d'où
1 envoyer une réponse;
2 envoyer à son tour ou en retour de;
II. envoyer à la place d'un autre;
III. envoyer (des troupes) contre, τινι.
Étymologie: ἀντί, πέμπω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπέμπω:
1 посылать со своей стороны: ἀ. πρὸς ταῦτα λέγοντα τάδε Her. посылать гонца со следующим ответом;
2 посылать в воздаяние (οἰκούρια τοῦ μακροῦ χρόνου Soph.);
3 высылать навстречу или против (στρατιάν τινι Thuc.);
4 посылать взамен (τινά Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπέμπω: στέλλω ὀπίσω ἀπάντησιν, Ἡρόδ. 2. 114., 3. 68, κτλ.: - Παθ., ὁ αὐτ. 6. 4. 2) πέμπω ὀπίσω ἦχον, ἀντηχῶ, Ἀρρ. Ἀν. 6. 3, 3. 3) πέμπω ὡς ἀντιπληρωμὴν ἢ ἀνταμοιβὴν ἢ ἀντίδωρον, οἰκούρια, ἐνν. δῶρα, Σοφ. Τρ. 542· τινὶ θηρίον Φιλήμ. ἐν «Νεαίρᾳ» 1. ΙΙ. πέμπω ἐναντίον, στρατιάν τινι Θουκ. 6. 99. ΙΙΙ. πέμπω ἀντὶ ἑτέρου· ἀντέπεμψαν στρατηγοὺς ἐπὶ τὰς ναῦς ὁ αὐτ. 8. 54.

Greek Monolingual

ἀντιπέμπω (Α)
1. στέλνω απάντηση
2. στέλνω πίσω ήχο, αντηχώ
3. στέλνω κάτι ως ανταμοιβή
4. φρ. «ἀντιπέμπω στρατιάν» — στέλνω στρατό εναντίον κάποιου
5. στέλνω κάποιον για ν' αντικαταστήσει κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

ἀντιπέμπω: μέλ. -ψω,
I. 1. στέλνω πίσω απάντηση, σε Ηρόδ.
2. στέλνω ως αντιπληρωμή, σε Σοφ.
II. στέλνω ενάντια, στρατιάν τινι, σε Θουκ. IΙI. στέλνω στη θέση άλλου, στρατηγούς, στον ίδ.

Middle Liddell


I. to send back an answer, Hdt.
2. to send in repayment, Soph.
II. to send against, στρατιάν τινι Thuc.
III. to send in the place of another, στρατηγούς Thuc.