καταζεύγνυμι
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
and καταζευγνύω,
A yoke together, ἐν ἅρματα κ. σθένος ἵππιον Pi.P.2.11:—Pass., δύο πλοῖα κατεζευγμένα (v.l. χελώνας καταζευγμένας) D.S.20.85: metaph., to be united, ταῖς πρῶτον οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσιν Pl.Lg.753e; of marriage, Ael.VH4.1.
2 in Pass., to be straitened, be confined, ὑπ' ἀναγκαίης κατέζευχθε Hdt.8.22; ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη S.Ant.947.
3 Pass., of a right angle, to be made acute, κἂν μικρῷ τινι μᾶλλον κατεζευγμένη ᾖ ἡ εὐθεῖα γωνία Asp.in EN19.32.
II intr., fix one's quarters, halt, encamp, ταῖς δυνάμεσι Plb.3.95.3, cf. Plu.Sull.25, etc.
German (Pape)
[Seite 1348] (s. ζεύγνυμι), auch καταζευγνύω, – 1) anspannen, anschirren; ὅταν ἐν ἅρματι καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον Pind. P. 2, 11; binden, zusammenschnüren, einsperren, ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη, von der Danae, Soph. Ant. 938; ὑπ' ἀναγκαίης κατεζεύχθη μείζονος ἢ ὥστε ἀφίστασθαι Her. 8, 23. – Uebh. verbinden, ταῖς οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσι Plat. Legg. XI, 753 e; δύο πλοῖα κατεζευγμένα D. Sic. 20, 86. – 2) abspannen, ausruhen; von einem Heere = sich lagern, ein Lager beziehen; Pol. 18, 3, 5; πρὸς τὸν ποταμόν u. παρὰ τὸν ποταμόν, 3, 95, 3. 8, 15, 2; Plut. Sull. 2. Auch von Ansiedlern, sich niederlassen, ἐν τῇ πόλει Pol. 5, 80, 2.
French (Bailly abrégé)
atteler ensemble, accoupler ; Pass. fig. κ. ὑπ' ἀναγκαίης HDT être lié ou contraint par la nécessité ; être enfermé.
Étymologie: κατά, ζεύγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-ζεύγνυμι en κατα-ζευγνύω met acc. (samen) onder het juk brengen, inspannen, van trekdieren; overdr.: ταῖς πρῶτον οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσιν in de staten die zo voor de eerste keer verbonden worden Plat. Lg. 753e. ongunstig opsluiten:. ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη zij werd opgesloten in een grafkamer Soph. Ant. 947; ὑπ’ ἀναγκαίης μέζονος κατέζευχθε jullie zitten vast door een te zware dwang Hdt. 8.22.2. intrans. zijn kamp opslaan.
Russian (Dvoretsky)
καταζεύγνῡμι: и (только praes.) κατα-ζευγνύω
1 запрягать, впрягать (ἐν ἅρματι σθένος ἵππιον Pind.);
2 связывать, сковывать (ὑπ᾽ ἀναγκαίης καταζευχθῆναι Her.);
3 связывать вместе, соединять (τὰς πόλεις Plat.; δύο πλοῖα Diod.): γάμῳ καταζεῦξαι Plut. сочетать браком;
4 заключать, запирать: ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη Soph. (Даная) была заключена в подземный склеп;
5 распрягать обозы, т. е. делать привал, располагаться лагерем (πρὸς или παρὰ τὸν ποταμόν Plut.);
6 оседать, селиться (ἐν τῇ πόλει Polyb.).
English (Slater)
καταζεύγνυμι yoke ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνᾰῃ σθένος ἵππιον (P. 2.11)
Greek Monolingual
καταζεύγνυμι και καταζευγνύω (Α)
1. ζευγνύω μαζί
2. στρατοπεδεύω
3. παθ. καταζεύγνυμαι
α) (για ορθή γωνία) γίνομαι οξεία
β) περιορίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ζεύγνυμι «ζεύω»].
Greek Monotonic
καταζεύγνῡμι: και -ύω, μέλ. -ζεύξω· ζεύω, ζευγαρώνω μαζί, ζεύω, σε Πίνδ. — Παθ., ενώνομαι, σε Πλάτ.
2. Παθ. επίσης, δεσμεύομαι, περιορίζομαι, φυλακίζομαι, σε Ηρόδ., Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
καταζεύγνῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω:― ζευγνύω ὁμοῦ, ἐν ἅρματι κ. σθένος ἵππειον Πινδ. Π. 2. 21.― Παθ., δύο πλοῖα κατεζευγμένα Διόδ. 20. 85· μεταφ., εἶμαι ἡνωμένος, ταῖς πρῶτον οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσιν Πλάτ. Νόμ. 753Ε· ἐπὶ γάμου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 1. 2) ἐν τῷ Παθ. ὡσαύτως, περιορίζομαι, δεσμεύομαι, ὑπ’ ἀνάγκης Ἡρόδ. 8. 22· ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη Σοφ. Ἀντ. 946· δουλείᾳ Κλήμ. Ἀλ. 4. ΙΙ. ἀμετάβ., καταλύω, στρατοπεδεύω, ἀντίθετον τῷ ἀναζεύγνυμι, Πολύβ. 3. 95, 3, κτλ.
Middle Liddell
and -ύω fut. -ζεύξω
1. to yoke together, yoke, Pind.:—Pass. to be united, Plat.
2. Pass., also, to be straitened, confined, imprisoned, Hdt., Soph.