περιμάχητος

From LSJ
Revision as of 09:51, 13 June 2024 by Spiros (talk | contribs)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιμάχητος Medium diacritics: περιμάχητος Low diacritics: περιμάχητος Capitals: ΠΕΡΙΜΑΧΗΤΟΣ
Transliteration A: perimáchētos Transliteration B: perimachētos Transliteration C: perimachitos Beta Code: perima/xhtos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, fought about, fought for, ταῖσι φυλαῖς Ar.Av. 1404; τοῖς πολλοῖς [ὕδωρ] Th.7.84; [πενία] ἥκιστα περιμάχητον not a thing one would fight for, X.Smp.3.9, cf. Pl.R. 521a, Lg.678e; δυναστεία ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ περιμάχητος γεγενημένη Isoc.8.65, cf. 7.24, 10.17; τὰ περιμάχητα ἀγαθά such as are matters of contention, highly prized, Arist.EN 1169a21, cf. Pol.1271b8, Rh.1363a8, Epicur.Sent. Vat.45: Sup. περιμαχητότατος Isoc.9.40, Plu.Lyc.26: in Ar.Th.319, πόλις περιμάχητος, prob. with collat. sense of fought around, surrounded by battle.

German (Pape)

[Seite 582] umstritten; Ar. Av. 1404 Thesm. 319; Thuc. 7, 84; Plat. Rep. I, 342 d u. öfter; sehr geschätzt, gesucht, wünschenswert, Xen. Conv. 3, 9; δυναστεία ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ π., Isocr. 8, 65, vgl. 7, 24; auch ἡ τροφὴ αὐτοῖς οὐ περιμάχητος ἦν, Plat. Legg. III, 678 e; Sp., wie Luc. Tim. 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est l'objet d'un combat, disputé par, τινι;
2 digne d'être disputé, désirable, enviable.
Étymologie: περιμάχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιμάχητος -ον [περιμάχομαι] waarvoor men strijdt, felbegeerd.

Russian (Dvoretsky)

περιμάχητος: (ᾰ)
1 являющийся предметом борьбы, оспариваемый (друг у друга): ταῖσι φυλαῖς π. εἶναι Arph. быть нарасхват у фил; οὐ π. ἦν ἡ τροφή Plat. в пище недостатка не было;
2 желанный, вожделенный (ὑπὸ πάντων ἐρώμενος καὶ π. Isocr.; τὰ περιμάχητα ἀγαθά Arst.);
3 страстно борющийся, страстный, неукротимый (φιλοπλουτία καὶ φιληδονία Plut.).

Greek Monolingual

-η, -ο / περιμάχητος, -ον, ΝΑ περιμάχομαι
αυτός για την απόκτηση ή την κατάκτηση του οποίου μάχονται πολλοί, περιζήτητος (α. «το περιμάχητο αξίωμα» β. «ὕδωρ... καὶ περιμάχητον ἦν τοῖς πολλοῖς», Θουκ.
γ. «πανία ἥκιστα περιμάχητον», Ξεν.).

Greek Monotonic

περιμάχητος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), αυτός για τον οποίο γίνεται μάχη, σε Αριστοφ., Θουκ.· οὐ περιμαχητόν, πράγμα για το οποίο δεν θα πολεμούσε κάποιος, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

περιμάχητος: [ᾰ], -ον, ὁ περὶ οὗ γίνεται μάχη, περιζήτητος, ἀξιοζήλευτος, ταῖσι φυλαῖς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1404· τοῖς πολλοῖς (ὕδωρ) Θουκ. 7. 84· πενία ἥκιστα περιμάχητον Ξεν. Συμπ. 3, 9, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 521Α, Νόμ. 678Ε· δυναστεία ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ π. Ἰσοκρ. 172Β, πρβλ. 144C, 211C· τὰ π. ἀγαθά, περὶ ὧν μάχονται καὶ ἀγωνίζονται οἱ ἄνθρωποι, πολύτιμα, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 8, 9, πρβλ. Πολιτ. 2. 9, 35, Ρητ. 1. 6, 23· -ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 319, πόλις π., πιθ. μετὰ τῆς παραλλήλου ἐννοίας: περὶ ἣν γίνεται μάχη, περιβαλλομένη μάχαις.

Middle Liddell

περι-μᾰ́χητος, ον, μάχομαι
fought about, fought for or to be fought for, Ar., Thuc.; οὐ περιμαχητόν not a thing one would fight for, Xen.

English (Woodhouse)

an object for fighting about, an object of rivalry

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)