ἄλεκτος
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
English (LSJ)
ἄλεκτον, not to be told, indescribable, Hp.Ep.13, Pherecr.157, Plb.30.22.12, App.Hann.40.
Spanish (DGE)
-ον
I 1indecible, indescriptible συμπαθείη Hp.Ep.13, ἄλεκτον ἦν τὸ συμβαῖνον Plb.30.22.12, σπουδὴ ἄ. ὑπὲρ τῆς νίκης Luc.Anach.12.
•neutr. como adv. ἄλεκτα παθεῖν Pherecr.168.
2 indivisible Hsch.
II adv. -ως indescriptiblemente Didym.M.39.520D.
German (Pape)
[Seite 92] unaussprechlich, Pherecrat. B. A. 330; Pol. 30, 13, 12 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἄλεκτος: λέγω III] невыразимый, неописуемый Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλεκτος: -ον, ἀνέκφραστος, ἀπερίγραπτος, ἄρρητος, Φερεκρ. Ἄδηλ. 20, Πολύβ. 30, 13.12, κτλ.
Greek Monolingual
και άλεχτος, -η, -ο (Α ἄλεκτος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, ανείπωτος, απερίγραπτος
νεοελλ.
αυτός που δεν λέχθηκε, δεν ειπώθηκε ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λεκτὸς < λέγω.
Translations
ineffable
Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: onuitsprekelijk, onzeggelijk, onnoembaar; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: ineffable, innommable; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: unaussprechlich; Greek: ανείπωτος, απερίγραπτος, άρρητος, άφατος, που δεν λέγεται, που δεν τον πιάνω στο στόμα μου; Ancient Greek: ἄφατος, ἄφραστος, οὐ φατός, ἀνωνόμαστος, ἀμύθητος, ἄρρητος, ἀπόρρητος, ἄγρυκτος, ἀναύδητος, ἀνεκλάλητος, ἄλεκτος, δύσφατος, ἄσπετος, ἀφώνητος, ἀναυδής, ἄεπτος, ἀνέκφραστος, ἀθέσφατος, ἀπειρέσιος, ἄλαλος, ἀνεκφώνητος, ἄφθεγκτος, ἀπόφημος, ἄναυδος, ἀλάλητος; Latin: ineffabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: inefável, indescritível; Romanian: inefabil; Russian: невыразимый, несказанный, неописуемый; Spanish: inefable; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol
unspeakable
Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: indicible; German: unsäglich; Greek: ανείπωτος, ακατανόμαστος, απερίγραπτος, άφατος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀλάλητος, ἄλεκτος, ἀμύθευτος, ἀμύθητος, ἀναύδητος, ἄναυδος, ἀνεκλάλητος, ἀνεξήγητος, ἀνώνυμος, ἀπόφθεγκτος, ἀπρεπής, ἀπροφάσιστος, ἄρρητος, ἄσπετος, ἄφθεγκτος, ἄφραστος, ἀφώνητος, ἄφωνος, θεσπέσιος, οὔ τι φατειός, οὐ φατός, ὑπέρφατος, ὑπερφυής; Italian: indicibile; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: непередаваемый, несказанный, неописуемый; Telugu: చెప్పరాని
indescribable
Armenian: աննկարագրելի; Belarusian: неапісальны, невыказны; Bulgarian: неописуем; Catalan: indescriptible; Chinese Mandarin: 無法形容/无法形容, 不可名狀/不可名状; Czech: nepopsatelný; Dutch: onbeschrijfelijk; Esperanto: nepriskribebla; Finnish: sanoin kuvaamaton, kuvaamaton; French: indescriptible; Galician: indescritíbel; German: unbeschreiblich; Gothic: 𐌿𐌽𐌿𐍃𐍃𐍀𐌹𐌻𐌻𐍉𐌸𐍃; Greek: ανεκδιήγητος, απερίγραπτος, αχαρακτήριστος, αδιήγητος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀδιεξήγητος, ἀδιήγητος, ἄλαλος, ἄλεκτος, ἀνεκδιήγητος, ἀνέκλεκτος, ἀνερμήνευτος, ἀνωνόμαστος, ἀπερίγραπτος, ἄσπετος, ἀσχημάτιστος; Japanese: 言い表わせない; Latin: inenarrabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian Bokmål: ubeskrivelig; Nynorsk: ubeskriveleg; Polish: nieopisany; Portuguese: indescritível; Romanian: indescriptibil, inexprimabil, de nedescris; Russian: неописуемый, несказанный, невыразимый; Spanish: indescriptible; Swedish: obeskrivlig; Turkish: tarifsiz, tarif edilemez; Ukrainian: неописаний, невимовний, несказанний