ὄχημα

From LSJ
Revision as of 16:56, 18 September 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Low German German Low German" to "Low German")

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄχημα Medium diacritics: ὄχημα Low diacritics: όχημα Capitals: ΟΧΗΜΑ
Transliteration A: óchēma Transliteration B: ochēma Transliteration C: ochima Beta Code: o)/xhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A anything that bears or supports: hence, Zeus is called γῆς ὄχημα stay of earth (γαιήοχος), E.Tr.884.
II wagon, carriage, chariot, Hdt.5.21, etc.: prop. mule car, opp. ἅρμα (war-car), Pi.Fr.106.6; also ὀ. ἱππικά S.El.740; ἁρμάτων ὀχήματα E.Supp.662; ὄχημα ἵππειον, ὄχημα πωλικόν, Id.Alc. 67, Rh.621, cf. Tim.Pers.205; αὔρα, θεῶν ὄχημα Trag.Adesp.565; ἔπαρχος ὀχημάτων = Lat. praefectus vehiculorum, IG14.1072 (Rome, ii A. D.), cf. Supp.Epigr.4.520.12 (Ephes., ii A. D.).
2 of ships, mostly with some addition, λινόπτερ' ηὗρε ναυτίλων ὀ. A.Pr.468; ὄ. ναός S.Tr.656 (lyr.); νάϊον ὄχημα E.IT410 (lyr.); τὰ ὀ. τά τε πεζὰ καὶ τὰ ἐν τῇ θαλάττῃ Pl. Hp.Ma.295d, cf. Phd.113d.
3 of animals that are ridden, ὄχημα κανθάρου a riding-beetle (as we say a riding-horse), Ar.Pax866; of Arion's dolphin, App.Anth.1.3; of a horse, Max.Tyr.14.4.
4 metaph., vehicle, raft, ὄχημα ἀοιδᾶν, as Pi. calls his ode, Fr.124.1; ἐπὶ βεβαιοτέρου ὀ., λόγου θείου τινός, διαπορευθῆναι Pl.Phd.85d; ὄχημα τροφῆς, of water, Hp.Alim.55 (but of the vena cava, Id. ap. Gal.UP4.5); τὸ σιτίον οἷον ὀ. τῷ ὑγρῷ χρώμενον Plu.2.698d; of honey as a vehicle for drugs, Gal. 10.300; σῶμα . . ψυχῆς λεπτὸν ὄ. Orac. ap. Hierocl. in CA26p.478M.; of the supposed vehicle consisting of fine and indestructible matter informed by the soul, its spiritual body, Procl.Inst.205, cf. Iamb. Myst.5.12, Dam.Pr.102; ἀχράντῳ ὀ. χρώμεναι τῷ . . κάλλει Procl.in Alc. p.33 C.

German (Pape)

[Seite 429] τό, Alles, was trägt oder stützt, wie Eur. statt γαιήοχος den Zeus γῆς ὄχημα nennt, Troad. 884; vgl. Jacobs zu Achill. Tat. p. 451. – Gew. Fuhrwerk, Fahrzeug; ναυτίλων λινόπτερα, Aesch. Prom. 466; ξὺν ἵπποις καμπύλοις τ' ὀχήμασιν, Suppl. 180; ἱππικά, Soph. El. 730; πολύκωπον ὄχ, ναός, Schiff, Trach. 653; Eur. sowohl ἵππειον, πωλικόν, als νάϊον, Alc. 68 Rhes. 621 I. T. 410; auch ἁρμάτων ὀχήματα, Aesch. Suppl. 662 u. öfter; ζευκτά, Plut. de aere al. 3. – Komisch ὄχημα κανθάρου, Ar. Pax 830; öfter bei Plat., wie Polit. 288 a, ἐμβιβάσας ὡς εἰς ὄχημα Tim. 41 e, von Schiffen Phaed. 113 d, vgl. Hipp. mai. 295 d, τὰ ὀχήματα τά τε πεζὰ καὶ τὰ ἐν τῇ θαλάττῃ πλοῖα; Sp., wie Luc.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 voiture, chariot, char traîné par des chevaux;
2 navire, vaisseau;
3 fig. véhicule (de la pensée, de la parole, etc.).
Étymologie: ὀχέω.

Russian (Dvoretsky)

ὄχημα: ατος τό
1 средство передвижения: ὄ. ἱππικόν Soph. или ἵππειον Eur. конная повозка, колесница; ὄ. ναός Soph. или νάϊον ὄ. Eur. корабль; τὰ ὀχήματα τά τε πεζὰ καὶ τὰ ἐν τῇ θαλάττῃ Plat. сухопутные и морские средства передвижения;
2 опора, устой (γῆς ὄ. Ζεύς Eur.);
3 средство выражения, проводник (ὄ. ἀοιδᾶν Pind.; ὄ. ἀλλοτρίου λόγου Plut.): ὀχήματί τινι χρῆσθαι Plut. пользоваться чем-л. для выражения чего-л. (точнее в качестве проводника чего-л.).

Greek (Liddell-Scott)

ὄχημα: τό, (ὀχέω) πᾶν ὅ, τι φέρει ἢ ὑποστηρίζει τι, στήριγμα ὅθενΖεὺς καλεῖται γῆς ὄχημα, τὸ στήριγμα τῆς γῆς (γαιήοχος), πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 884. ΙΙ. ὄχημα, ὡς καὶ νῦν, Λατ. vehiculum, Ἡρόδ. 5. 21 καὶ Ἀττικ.· -κυρίως ἅμαξα συρομένη ὑπὸ ἡμιόνων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἅρμα, Πινδ. Ἀποσπάσμ. 73· ἀλλὰ καὶ ὄχ. ἱππικὸν Σοφ. Ἠλ. 740· ἁρμάτων ὀχήματα Εὐρ. Ἱκ. 662· ὄχ. ἵππειον, πωλικὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 67, Ρῆσ. 621. 2) ἐπὶ πλοίων, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μετά τινος προσθήκης, λινόπτερ’ εὗρε ναυτίλων ὄχ. Αἰσχύλου Πρ. 468· ὄχ. ναὸς Σοφ. Τρ. 656· νάϊον ὄχ. Εὐρ. Ι. Τ. 410· τὰ ὀχ. τά τε πεζὰ καὶ τὰ ἐν τῇ θαλάττῃ Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 295D, πρβλ. Φαίδωνα 113D. 3) ἐπὶ ζῴων, ἐφ’ ὧν τις ὀχεῖται, ὄχημα κανθάρου, κάνθαρος πρὸς ἱππασίαν (οἱονεὶ ἵππος), Ἀριστοφάν. Εἰρ. 866· ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, Ἀνθολ. Π. παράρτ. 105· ἐπὶ ἵππου, Μάξιμ. Τυρ. 14. 4. 4) μεταφορ., ἐρατᾶν ὄχημ’ ἀοιδᾶν, ὡς ὁ Πίνδ. καλεῖ μίαν τῶν ἑαυτοῦ ᾠδῶν ἣν πέμπει πρὸς φίλον, Ἀποσπ. 89· ἐπὶ βεβαιοτέρου ὀχήματος, λόγου θείου τινός, διαπορευθῆναι Πλάτ. Φαίδων 85D· τὸ σιτίον οἷον ὀχήματι τῷ ὑγρῷ χρώμενον Πλούτ. 2. 698D.

English (Slater)

ὄχημα (cf. ὄχος, ἀπήνα.) mulecart ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ὄχημα δαιδάλεον ματεύειν fr. 106. 7. met., (cf. ἅρμα) ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω μεταδόρπιον fr. 124. 1. ]οἷον [ὄ]χημα λιγ[υ fr. 140b. 8.

Greek Monotonic

ὄχημα: -ατος, τό,
I. οτιδήποτε φέρει, μεταφέρει, βαστάζει ή υποστηρίζει· γῆς ὄχημα, στήριγμα της γης, = γαιήοχος, σε Ευρ.
II. 1. άμαξα, άρμα, Λατ. vehiculum, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.
2. λέγεται για πλοία, αλλά κυρίως με κάποια προσθήκη· λινόπτερα ναυτίλων ὄχημα, σε Αισχύλ.· ὄχημα ναός, σε Σοφ.
3. λέγεται για ζώα που ιππεύονται, ὄχημα κανθάρου, κάνθαρος, σκαραβαίος για καβαλίκευμα (όπως λέμε άλογο για ιππασία), σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὄχημα, ατος, τό,
I. anything that bears or supports, γῆς ὄχημα, stay of earth, = γαιήοχος, Eur.
II. a carriage, a chariot, Lat. vehiculum, Hdt., Soph., Eur.
2. of ships, but mostly with some addition, λινόπτερα ναυτίλων ὄχ. Aesch.; ὄχ. ναός Soph.
3. of animals that are ridden, ὄχημα κανθάρου a riding beetle (as we say a riding-horse), Ar.

Mantoulidis Etymological

(=ἁμάξι). Ἀπό τό ὀχέω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

vehicle

Afrikaans: voertuig; Albanian: automjet, mjet; Arabic: وَاسِطَة, وَسِيلَة, عَرَبَة, مَرْكَبَة, وَسِيلَةُ النَّقْل; Egyptian Arabic: عربية; Armenian: փոխադրամիջոց; Asturian: vehículu; Azerbaijani: vasitə; Basque: ibilgailu; Belarusian: транспартны сродак; Bengali: বাহন; Bikol Central: lunadan; Bulgarian: превозно средство, возило; Burmese: ယာဉ်; Catalan: vehicle; Chinese Cantonese: , , 車輛, 车辆; Mandarin: 車輛, 车辆; Czech: vozidlo; Danish: køretøj, fartøj, vehikel farkost; Daur: tergu; Dutch: voertuig, vervoersmiddel; Esperanto: veturilo; Finnish: ajoneuvo, kulkuneuvo; French: véhicule, moyen de transport; Galician: vehículo; Georgian: სატრანსპორტო საშუალება, ტრანსპორტი; German: Fahrzeug, Gefährt, Vehikel, Wagen, Fuhrwerk, Verkehrsmittel, Transportmittel; Greek: όχημα, μέσο, φορέας; Ancient Greek: ὄχημα; Haitian Creole: machin; Hebrew: אֶמְצָעִי, כְּלִי רֶכֶב, רֶכֶב, כְּלִי, מַכְשִׁיר; Higaonon: sakyanan; Hindi: वाहन, गाड़ी; Hungarian: jármű; Icelandic: farartæki, ökutæki; Ido: vehilo, veturo; Indonesian: kendaraan; Irish: feithicil; Italian: veicolo; Japanese: 乗り物, 車両; Kannada: ವಾಹನ; Khmer: យានជំនិះ, យាន, យានយន្ត, រថ, រទេះ, ជំនិះ, រថន័ង, យន្តយាន; Korean: 차량(車輛), 탈것; Kurdish Central Kurdish: ئۆتۆمۆبیل, ترومبێل, سەیارە; Lao: ຍານພາຫະນະ, ລົດ, ພາຫະນະ; Latin: vehiculum; Lithuanian: važiuõklė; Low German: Fohrtüüg; Lü: ᦷᦟᧆ; Luxembourgish: Gefier; Macedonian: возило, превозно средство; Malay: kenderaan; Malayalam: വാഹനം, വണ്ടി; Maori: waka; Marathi: गाडी, वाहन; Norman: véhicl'ye, boulant; Norwegian Bokmål: farkost, kjøretøy; Nynorsk: farkost, køyretøy; Occitan: veïcul; Persian Iranian Persian: وَسیلِهٔ نَقْلِیِه; Polish: pojazd, wóz, środek transportu; Portuguese: veículo; Romanian: vehicul; Russian: транспортное средство, перевозочное средство; Sanskrit: वाहन, यान; Saterland Frisian: Woain; Serbo-Croatian Cyrillic: во̀зило; Roman: vòzilo; Slovak: vozidlo; Slovene: vozilo; Spanish: vehículo, medio de transporte; Swahili: gari; Swedish: fordon; Tajik: воситаҳои нақлиёт, мошин; Tamil: வண்டி, வாகனம்; Tangut: 𗀌; Telugu: వాహనము; Thai: รถ, ยานพาหนะ, พาหนะ; Tocharian A: kursär; Tocharian B: klenke; Turkish: taşıt, vasıta; Ukrainian: транспортний засіб; Urdu: سَواری, گاڑی; Vietnamese: xe cộ, xe; Welsh: cerbyd; Yagnobi: мошин; Yami: aleleh; Yiddish: פֿאָרמיטל; Zhuang: ci