ἐπεισπίπτω
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
A fall or burst in upon, c. dat., ναυστάθμοις E.Rh.448; ἐ. αὐτοῖς πίνουσι X.Cyr.7.5.27: also c. acc., ἐ. πόλιν E.HF34: abs., τὰ ἐπεσπίπτοντα Hp.Vict.1.10; burst in, S.OC915, E.Hec.1042, J.BJ6.9.4.
2 fall upon, βρονταὶ καὶ πρηστῆρές τινι ἐπεσπίπτουσι Hdt.7.42.
3 metaph., ἐπεισπίπτει οἰκοτριβὴς δαπάνη Critias 6.14.
German (Pape)
[Seite 912] (s. πίπτω), noch dazu hineinfallen, einbrechen, βρονταὶ καὶ πρηστῆρες Her. 7, 42; von Menschen, eindringen, Soph. O. C. 919; Eur. u. A.; αὐτοῖς πίνουσι, überfallen, Xen. Cyr. 7, 5, 27, wie ναυσταθμοῖς Eur. Rhes. 448; aber auch τὴν πόλιν, Herc. Fur. 34.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπεισπεσοῦμαι;
1 tomber l'un après l'autre ou à coups redoublés sur;
2 faire irruption dans.
Étymologie: ἐπί, εἰσπίπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισπίπτω: ион. ἐπεσπίπτω (fut. ἐπεισπεσοῦμαι)
1 врываться, вторгаться (ναυσταθμοῖς, но πόλιν Eur.);
2 нападать (τινί Xen., Plut.);
3 падать, поражать (βρονταί τε καὶ πρηστῆρες ἐπεσπίπτουσι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισπίπτω: καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -πεσοῦμαι, εἰσπίπτω, εἰσορμῶ αἰφνιδίως κατά τινος, ναυστάθμοις ἐπεσπεσεῖν Εὐρ. Ρῆσ. 448· ἐπεισπίπτουσιν αὐτοῖς πίνουσι Ξεν. Κύρ. 7. 5, 27· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ἐπ. πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 34: - ἀπολ., εἰσορμῶ, εἰσβάλλω, ὧδ’ ἐπεισπεσὼν Σοφ. Ο. Κ. 915, Εὐρ. Ἑκ. 1042. 2) πίπτω ἐπάνω τινός, βρονταί τινι ἐπεσπίπτουσι Ἡρόδ. 7. 42.
Greek Monolingual
ἐπεισπίπτω (Α)
1. εισβάλλω, ορμώ ξαφνικά εναντίον κάποιου
2. ορμώ μέσα
3. πέφτω πάνω σε κάτι
4. βαραίνω («ἐπεισπίπτει οἰκοτριβὴς δαπάνη»).
Greek Monotonic
ἐπεισπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι,
1. πέφτω, ορμώ πάνω σε, με δοτ., σε Ευρ., Ξεν.· με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., εισβάλλω, σε Σοφ.
2. πέφτω πάνω σε κάποιον, επιρρίπτομαι, λέγεται για αστραπή, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. -πεσοῦμαι
1. to fall in upon, c. dat., Eur., Xen.; c. acc., Eur.:—absol. to burst in, Soph.
2. to fall upon, of lightning, Hdt.