ἀνταλλάσσω

Revision as of 11:48, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

English (LSJ)

Att. ἀνταλλάττω,
A exchange one thing with another, δάκρυα δ' ἀνταλλάσσετε τοῖς τῆσδε μέλεσι E. Tr.351; τὴν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀ. they changed the signification of the names in relation to things, Th.3.82; τὴν ψυχὴν τοῦ χρυσίου Poll.3.113.
II more freq. in Med., take in exchange, ἄνδρα A.Ch.133; ἀνταλλάσσεσθαί τί τινος take one thing in exchange for another, E.Hel.1088, etc.; τι ἀντί τινος D.16.5; ἀνταλλάσσεσθαι τῇ διανοίᾳ interchange in thought, Pl.Tht.189c; θάνατον ἀνταλλάξεται shall receive death in exchange, i.e. as a punishment, E.Ph.1633:—so in Pass., ἀντηλλαγμένου τοῦ ἑκατέρων τρόπου having made an interchange of each other's custom, i.e. having each adopted the way of the other, Th.4.14.
2 give in exchange, μηδεμιᾶς χάριτος μηδ' ὠφελίας τὴν εἰς τοὺς Ἕλληνας εὔνοιαν D.6.10.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
I en v. act., c. ac. compl. dir.
1 cambiar, invertir τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ... ἀντήλλαξαν cambiaron ... el ordinario valor de las palabras Th.3.82, οὐκ ἀνταλλάξει αὐτούς LXX Ib.37.4, Thd.Ib.37.4
c. ac. compl. dir. y gen. o dat. dar a cambio δάκρυα τ' ἀνταλλάξατε τοῖς τῆσδε μέλεσι E.Tr.351, τὴν ψυχὴν ἂν ἀνταλλάξας τοῦ χρυσίου Poll.3.113.
2 intercambiar en v. pas. ἀντηλλαγμένου τοῦ ἑκατέρων τρόπου habiendo cambiado cada bando sus hábitos (guerreros) Th.4.14.
II en v. med. tomar a cambio c. ac. ἄνδρα A.Ch.133
c. ac. y gen. πέπλων τε λευκῶν μέλανας ἀνταλλάξομαι cambiaré mis vestidos blancos por otros negros E.Hel.1088, μηδ' ἀνταλλάξασθαι ... μηδεμιᾶς χάριτος μηδ' ὠφελείας τὴν εἰς τοὺς Ἕλληνας εὔνοιαν D.6.10, τῆς ἐπὶ ταῖς λοιδορίαις ἡδονῆς καὶ χάριτος τὸ τῆς πόλεως συμφέρον ἀνταλλαττόμενοι D.18.138, οὐκ ἀνταλλάξεται οὐδενὸς λύτρου τὴν ἔχθραν LXX Pr.6.35
c. dos ac. <τι> τῶν ὄντων ἄλλο αὖ τῶν ὄντων ἀνταλλαξάμενος τῇ διανοία tomando en su pensamiento un ser por otro Pl.Tht.189c.
III ἀνταλλαγῆναι· cret. ἀναπαύσασθαι Hsch.

French (Bailly abrégé)

1 donner en échange : ἀντηλλαγμένος τοῦ ἑκατέρων τρόπου THC les deux peuples échangeant leur manière de combattre;
2 changer : τὴν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων THC changer l'acception (plus ou moins honorable) des mots (par rapport aux choses qu'ils désignent);
Moy. ἀνταλλάσσομαι prendre ou recevoir en échange : τί τινος prendre une chose en échange d'une autre.
Étymologie: ἀντί, ἀλλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταλλάσσω: атт. ἀνταλάττω
1 менять, изменять (τὴν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων Thuc., Plut.);
2 чаще med. менять(ся), обменивать, получать взамен (τί τινος Eur., Thuc., Dem., Plut. и τι ἀντί τινος Dem.): ὃς ἂν …, θάνατον ἀνταλλάξεται Eur. тот, кто …, будет подвергнут смертной казни; ἀντηλλαγμένου τῶν ἑκατέρων τρόπου περὶ τὰς ναῦς Thuc. так как каждая сторона усвоила морскую тактику другой стороны.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταλλάσσω: Ἀττ. -ττω (ἴδε ἀλλάσσω): - ἀνταλλάσσω πρᾶγμά τι πρὸς ἕτερον, δάκρυα τ’ ἀνταλλάσσετε τοῖς τῆσδε μέλεσι Εὐρ. Τρῳ. 351· καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει, καὶ τὴν συνήθη σημασία τῶν λέξεων μετέβαλον ἐν τοῖς ἔργοις τῆς στάσεως, ᾗ ἐδόκει αὐτοῖς δίκαιον πρὸς τὸ ἴδιον πάθος, Θουκ. 3. 82· ἀντήλλαξε τῇ δικαιώσει τῶν ὀνομάτων ἀξίωσιν εἰς τὰ ἔργα Πλούτ. 2. 56Β· τὴν ψυχὴν ἂν ἀνταλλάξας τοῦ χρυσίου Πολυδ. Γ΄, 113. ΙΙ. συνηθέστερον κατὰ μέσ. τύπ., ἀνταλλάσσω τι ἀντὶ ἄλλου, ἄνδρα δ’ ἀντηλλάξατο Αἴγισθον, ἔλαβε δὲ ἄνδρα εἰς ἀνταλλαγὴν τὸν Αἴγισθον, Αἰσχύλ. Χο. 133· ἀνταλλάσσεσθαί τί τινος, λαμβάνω πρᾶγμά τι ὡς ἀντάλλαγμα ἄλλου, Εὐρ. Ἑλ. 1088, Δημ. 68. 6, κτλ.· τι ἀντί τινος ὁ αὐτ. 203. 12· ἀνταλλάσσεσθαὶ τι τῇ διανοίᾳ, ἀνταλλάσσω τι κατὰ διάνοιαν, Πλάτ. Θεαίτ. 189C· θάνατον ἀνταλλάξεται, θὰ λάβῃ ὡς ἀντάλλαγμα θάνατον, ὅ ἐ. ὡς τιμωρίαν, Εὐρ. Φοίν. 1633: - οὕτως ἐν τῷ παθ., ἐγένετό τε ὁ θόρυβος μέγας καὶ ἀντηλλαγμένος τοῦ ἑκατέρων τρόπου περὶ τᾶς ναῦς, ἐγένετό τε ὁ θόρυβος περὶ τᾶς ναῦς μέγας καὶ ἀντηλλαγμἐνος τοῦ ἑκατέρων τρόπου (Goeller), «ὥστε ἔγινεν ἕνας θόρυβος περὶ τὰς ναῦς ἀνεκλάλητος, καὶ μάλιστα μὲ ἕνα τρόπο ἐναντίον εἰς τὴν τάξιν τῶν δύο τούτων ἐθνῶν» (Δούκας), Θουκ. 4. 14.

Greek Monolingual

(AM ἀνταλλάσσω κ. ἀνταλλάττω)
κάνω ανταλλαγή
αρχ.
Ι. μέσ.
1. παίρνω σε αντικατάσταση άλλου, παίρνω κάτι σαν αντάλλαγμα
2. «θάνατον ἀνταλλάσσομαι» — τιμωρούμαι με θάνατο
3. υιοθετώ τον τρόπο κάποιου και εκείνος τον δικό μου
II. φρ. «τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει» (Θουκ. 5, 82, 4)
άλλαξαν τη συνηθισμένη σημασία των λέξεων για να δικαιολογούν τις πράξεις τους.

Greek Monotonic

ἀνταλλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο, τί τινι, σε Ευρ.· τὴν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἀντ., αλλάζω τη σημασία των ονομάτων, σε Θουκ.
II. Μέσ., παίρνω εις αντάλλαγμα, τί τινος, κάτι για κάποιο άλλο, σε Ευρ., Δημ.· τι ἀντί τινος, σε Δημ.· θάνατον ἀνταλλάξεται, θα εκλάβει θάνατο εις ανταπόδοση, δηλ. ως ποινή, σε Ευρ. — Παθ., ἀντηλλαγμένος τοῦ ἑκατέρων τρόπου, έχοντας πραγματοποιήσει ανταλλαγή των εθίμων ο ένας του άλλου, δηλ. έχοντας υιοθετήσει ο ένας τις συνήθειες του άλλου, σε Θουκ.

Middle Liddell

I. to exchange one thing with another, τί τινι Eur.; τὴν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἀντ. to change the signification of the names, Thuc.
II. Mid. to take in exchange, τί τινος one thing for another, Eur., Dem.; τι ἀντί τινος Dem.; θάνατον ἀνταλλάξεται shall receive death in exchange, i. e. as a punishment, Eur.:—Pass., ἀντηλλαγμένος τοῦ ἑκατέρων τρόπου having made an interchange of each other's custom, i. e. having each adopted the other's way, Thuc.