τρέχω
English (LSJ)
Od.9.386, etc.: fut. θρέξομαι (ἀπο-) Ar.Nu. 1005 (anap.), (μετα-) Id.Pax 261, (περῖ) Id.Ra.193; θρέξω only in Lyc.108; but
A ἀπο-θρέξεις Pl.Com.232: aor. 1 ἔθρεξα (v. infr.):—but the usual fut. and aor. come from the root δραμ-, viz. δρᾰμοῦμαι E.Or.878, X.An. 7.3.45, etc.; Ion. δραμέομαι Hdt.8.102; late δραμῶ LXX Ca.1.4; but ὑπερ-δραμῶ Philetaer.3 (dub. l.); δράμομαι in compd. ἀναδράμεται AP 9.575 (Phil.): aor. 2 ἔδρᾰμον (v. infr.): pf. δεδράμηκα [ᾰ] Philem. 38, Men.741, (ἀνα-) Hdt.8.55, (κατα-) X.HG4.7.6, (περι-) Pl.Clit. 410a, (συν-) D.17.9: plpf. ἐδεδραμήκεσαν (κατ-) Th.8.92: poet. pf. δέδρομα (ἀνα-, ἐπι-) Od.5.412, 20.357:—Pass., pf. δεδράμημαι (ἐπι-) X.Oec.15.1.—The Verb is not common in Hom., who has pres. in Il.23.520, Od.9.386; in Il.18.599,602, Ion. Iterat. θρέξασκον (ἔθρεξα was also old Att., Epigr. ap. Plu.Arist.20, E.IA1569 (s. v. l., ἔβρεξε Weil), (περι-) Ar.Th.657); but the common aor. was ἔδραμον, Il. 23.393, Od.23.207, al.—Dor. τράχω [ᾰ] Pi.P.8.32, Hsch., EM356.10: fut. θραξοῦμαι Hsch.:—run, of men, ἰθὺς δράμε Od.23.207, etc.; θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι Il.18.599; τρέχει Ὅρκος ἅμα . . δίκῃσιν Hes. Op.219; ᾤχεο τρέχων Epich.37,110 (τράχων cf. Ahrens); βαδίζειν καὶ τ. Pl.Grg.468a; τρέχων, opp. βάδην, X.Cyr.2.2.30; τ. χερσίν, οὐ ποδωκείᾳ σκελῶν A.Eu.37: of horses, Il.23.393,520: the part. is freq. added to another Verb, τί οὐ τρέχων σὺ τὰς τραπέζας ἐκφέρεις; why do you not run and carry out . . ? Pl.Com.69.2, cf. Pl.R.327b; v. infr. 2. 2 of things, move quickly, τὸ δὲ [τρύπανον] τ. ἐμμενὲς αἰεί Od.9.386, cf. Il.14.413; ναῦς παρὰ γῆν ἔδραμεν Thgn.856; πόλιν . . ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν S.Aj.1083; τὸ δ' ἐν ποσὶ τράχον ἴτω let what is now before me go trippingly, Pi.P.8.32; ἐπὶ καρδίαν ἔδραμε . . σταγών A.Ag.1121 (lyr.); ἔρις δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω having run its course, S.Aj. 731; πυρετὸς . . ἥκει τρέχων has come quickly, Nicopho 12. 3 οἱ τρέχοντες a constellation rising with Libra, Antiochus ap. Teucrum in Boll Sphaera 58. II c. acc. loci, run over, ῥόθια πεδία E.Hel.1117 (lyr.); ὁ ἵππος τ. καὶ πρανῆ καὶ ὄρεια X.Eq. 8.1:—in Att. Prose θέω seems to be more freq. in the pres., and in some phrases used exclusively, e.g. θεῖν δρόμῳ, v. θέω (A) 11.1 and cf. Th.3.111, X.An.1.8.18. 2 c. acc. cogn., δραμεῖν ἀγῶνα, βῆμα, δίαυλον, δρόμον, run a course, a heat, E.El.883,954, Alex.235, Men. 741, etc.; λαμπάδας, i. e. torch-races, IG22.1028.14: freq. metaph., ἀγῶνα δρ. run a risk, E.Alc.489, cf. IA1455; ἀγῶνα θανάσιμον δραμούμενον Id.Or.878; πολλοὺς ἀγῶνας δραμέονται περὶ σφέων αὐτῶν run for their life or safety, Hdt.8.102; κινδύνων τὸν μέγιστον τ. D.H.4.47; τὸν ὑπὲρ ψυχῆς ἀγῶνα, κίνδυνον ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τ., Id.7.48, 4.4; ἐσχάτην τρέχοντες ταύτην Plb.1.87.3: sts. the acc. is omitted, περὶ ἑωυτοῦ τρέχων running for his life, Hdt.7.57; περὶ τῆς ψυχῆς Id.9.37; φόνου πέρι E.El.1264; περὶ νίκης f.l. in X.An.1.5.8 (ἐπὶ νίκῃ Rehdantz); cf. θέω (A) 1.2, δρόμος 1.2, κρέας fin. 3 παρὰ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν he was within one fall or bout of carrying off the victory, Hdt.9.33; cf. παρά c. 111.5, τριάζω 1. 4 commit, μηδ' ἑτέρας δραμεῖν ἀταξίας ἢ ἀσελγίας PLond.5.1711.34 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 1138] dor. τράχω, s. Böckh v. l. Pind. P. 8, 34; fut. θρέξομαι, p. ἀποθρέξεις wird B. A. 427 aus Plat. com. angeführt, s. ἀνατρέχω; aor. ἔθρεξα, θρέξασκον, Il. 18, 399; gewöhnlicher fut. δραμοῦμαι; δραμῶ nur in der Zusammensetzung ὑπερδραμῶ, Philetaer. bei Ath. X, 416 f; u. δράμομαι in der Zusammensetzung ἀναδράμεται, Philp. 24 (IX, 575); aor. ἔδραμον; perf. δεδράμηκα, p. auch δέδρομα, vgl. ἐπιδεδράμημαι; Hom. hat das praes. Il. 23, 520 Od. 9, 386; θρέξασκον Il. oft; aor. II. Il. 23, 393 Od. 23, 307; das perf. nur in Zusammensetzungen; – laufen, Hom. Il. 23, 520; auch mit dem Zusatz ποσί, πόδεσσι, 18, 599, wie Pind. Ol. 11, 65; ἐν ποσί μοι τράχον χρέος, P. 8, 33, wo Böckh zu vgl.; ἅμα τινί, mit Einem gleichen Schritt halten, Hes. O. 221; Tragg. u. in Prosa; aor. I. auch att., Ar. Nubb. 1095 Th. 657; übertr., λήγει δ' ἔρις δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω, Soph. Ai. 718; δρόμον δραμεῖν, ἀγῶνα δραμεῖν, wie unser »Gefahr laufen«, Her. 8, 102; Eur. I. A. 1456 El. 883; ἀγῶνα θανάσιμον δραμούμενον, Or. 876; τρέχειν περὶ ἑωυτοῦ, περὶ ψυχῆς, laufen, um sich selbst od. sein Leben zu retten, Her. 7, 57. 9, 37; φόνου πέρι, Eur. El. 1264; so τρέχειν τὴν ἐσχάτην, Pol. 1, 87, 3. 18, 35, 6; περὶ νίκης, Xen. An. 1, 5, 8; παρ' ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν, außer einer Kampfübung trug er den Sieg davon, Her. 9, 33; βαδίζειν καὶ τρέχειν, Plat. Gorg. 468 a; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
τρέχω: μέλλ. θρέξομαι (ἀπο-) Ἀριστοφ. Νεφ. 1001, (μετα-) ὁ αὐτ. ἐν Εἰρήν. 161, (περι-) ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 193· θρέξω μόνον παρὰ Λυκόφρ. 108· ἀλλὰ ἀποθρέξεις Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 65· - ἀόρ. α΄ ἔθρεξα (ἴδε κατωτ.)· - ἀλλ. ὁ συνήθης μέλλ. καὶ ἀόρ. παράγονται ἐξ ἑτέρας ῥίζης ΔΡΑΜ, δηλ. δρᾰμοῦμαι Εὐρ. Ὀρ. 878, Ξεν., κλπ.· Ἰων. δραμέομαι Ἡρόδ. 8. 102· μεταγεν. δραμῶ Ἑβδ., κλπ.· ἀλλὰ ὑπερδραμῶ Φιλέταιρος ἐν «Ἀταλάντῃ» 1· δράμομαι ἐν συνθέσει, ἀναδράμεται Ἀνθ. Π. 9. 575· ἀόρ. β΄ ἔδρᾰμον, ἴδε κατωτ.· - πρκμ. δεδράμηκα [ᾰ], Φιλήμων ἐν «Κοινωνοῖς» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 220· (ἀνα-) Ἡρόδ. 8. 55, (κατα-) Ξενοφ., (περι-, συν-) Πλάτ.· ποιητ. πρκμ. δέδρομα (ἀνα-, ἐπι-) Ὀδ. - Παθ., πρκμ. δεδράμημαι (ἐπι-) Ξεν. Οἰκ. 12. 1. - Τὸ ῥῆμα εἶναι μᾶλλον σπάνιον παρ’ Ὁμήρῳ, ὅστις ἔχει τὸν ἐνεστ. ἐν Ἰλ. Ψ. 520, Ὀδ. Ι. 386· ἐν δὲ Ἰλ. Σ. 599, 602, τὸν Ἰων. ἀόριστ. θρέξασκον (ἔθρεξα ἦτο καὶ ἀρχ. Ἀττικ. τύπος, Εὐρ. Ι. Α. 1569, Ἀριστοφ. Νεφ. 1005, Θεσμ. 657)· ἀλλ’ ὁ συνήθης ἀόριστ. ἦτο ἔδραμον, Ἰλ. Ψ. 393, Ὀδ. Ψ. 207, κλπ. - Δωρ. τράχω [ᾰ], Böckh διάφορ. γραφ. ἐν Πινδ. Π. 2. 34 (45)· μέλλ. θράξομαι, θραξοῦμαι, Ἡσύχ. (Ἐκ τῆς √ΤΡΕΧ παράγονται καὶ αἱ λέξ. τρόχος, τροχός, τρόχις, κλπ., πρβλ. Γοτθ. thrag-ja (τρέχω), Ἀγγλο-Σαξον. prah (decursus temporis)· - ἴδε ὡσαύτως τράχηλος). Ὡς καὶ νῦν, τρέχω, Λατιν. curro, ἐπὶ ἀνθρώπων, Ὅμηρ., κλπ.· ἰθὺ δραμὼν Ὀδ. Ψ. 207· θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσιν Ἰλ. Σ. 599· ἅμα τινὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 217· ᾤχεο τρέχων Ἐπίχ. 20 Ahr.· βαδίζειν καὶ τρ. Πλάτ. Γοργ. 468A· τρέχων ἀντίθετον τῷ βάδην, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 30· τρ. χερσίν, οὐ ποδωκίᾳ σκελῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 37· - ἐπὶ ἵππων, αἱ δὲ οἱ ἵπποι ἀμφὶς ὁδοῦ δραμέτην Ἰλ. Ψ. 393, 520· -συχνάκις ἡ μετοχὴ προσάπτεται εἰς ἕτερον ῥῆμα, τί οὐ τρέχων σὺ τὰς τραπέζας ἐκφέρεις; διὰ τί δὲν τρέχεις νὰ φέρῃς ἔξω τὰς τραπέζας; Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 1, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 327B· ἴδε κατωτ. 2. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κινοῦμαι ταχέως, τὸ δὲ [[[τρύπανον]]] τρ. ἐμμενὲς αἰεὶ Ὀδ. Ι. 386, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 413· ἐπὶ πλοίου, παρὰ γῆν ἔδραμεν Θέογν. 856, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1083· τὸ δ’ ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ, ...ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ, τὸ δὲ νῦν ἐνώπιόν μου ὄν, δηλ. ὁ ὀφειλόμενός σοι ἔπαινος, ὦ νεανίσκε, ἂς ὑπάγῃ τρέχον γενόμενον ὑπόπτερον διὰ τῆς ἐμῆς τέχνης, Πινδ. Π. 8. 45· ἐπὶ καρδίαν ... ἔδραμε σταγὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1121· ἔρις δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω, διατρέξασα τὸ στάδιόν της, Σοφ. Αἴ. 731· ἐὰν δέ γ’ ἡμῶν σῦκά τις μεσημβρίας τρώγων καθεύδῃ χλωρά, πυρετὸς εὐθέως ἥκει τρέχων Νικοφ. ἐν «Σειρ.» 1. II. μετ’ αἰτιατ. τόπου, ὃς ἔδραμε ῥόθια Εὐρ. Ἑλ. 1118 (λυρικ. χωρίον)· ὁ ἵππος τρ. καὶ πρανῆ καὶ ὄρεια Ξεν. Ἱππ. 8, 1· - παρὰ πεζογράφοις τὸ θέω φαίνεται συνηθέστερον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ ἔν τισι φράσεσιν εἶναι αποκλειστικῶς ἐν χρήσει, π.χ. θεῖν δρόμῳ (οὐχὶ τρέχειν) Ἀριστοφ. Ὄρν. 205, Θουκ. 3. 111, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., τρ. δρόμον, βῆμα, ἀγῶνα, δίαυλον Εὐρ. Ἠλ. 883, 954· τὸν γὰρ ὕστατον τρέχων δίαυλον τοῦ βίου ζῆν βούλομαι Ἄλεξις ἐν «Τραυματίᾳ» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 220, κλπ.· συχν. μεταφορ., ἀγῶνα δρ., διακινδυνεύειν, Εὐρ. Ἄλκ. 489, Ι. Α. 1456· ἀγῶνα θανάσιμον δρ. ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 878· πολλοὺς ἀγῶνας δραμεῖν περὶ σφέων αὐτέων, περὶ ζωῆς ἢ σωτηρίας, Ἡρόδ. 7. 57., 8. 102· κινδύνων τὸν μέγιστον τρ. Διον. Ἁλ. 4. 47· τὸν ὑπὲρ ψυχῆς ἀγῶνα, κίνδυνον ὑπέρ τῆς ψυχῆς τρ. ὁ αὐτ. 7. 48., 4. 4· ἐσχάτην τρ. Πολύβ. 1. 87, 3, κλπ.· - ἐνίοτε ἡ αἰτιατ. παραλείπεται, τρ. περὶ ἑωυτοῦ, μὴ κίνδυνον τῆς ἰδίας του ζωῆς, Ἡρόδ. 7. 57· περὶ τῆς ψυχῆς ὁ αὐτ. 9. 37· φόνου πέρι Εὐρ. Ἠλ. 1264· περὶ τῆς νίκης Ξεν. Ἀν. 1. 5, 8, πρβλ. θέω Ι. 2, δρόμος Ι. 2. κρέας ἐν τέλει. 2) παρ’ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν, ὀλίγον ἔλειψε νὰ νικήσῃ, Ἡρόδ. 9. 33, πρβλ. παρὰ Γ. 1, τριάζω Ι. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σελ. 531.
French (Bailly abrégé)
f. δραμοῦμαι, ao. rare ἔθρεξα, ao.2 ἔδραμον, pf. en compos. δεδράμηκα et δέδρομα;
courir;
1 en gén. : πόδεσσι IL aller de toute la vitesse de ses pieds ; πρανῆ καὶ ὄρεια XÉN courir par monts et par vaux ; ἀνὰ τὰ ὄρη XÉN courir par les montagnes ; εἴς τινα sur qqn, contre qqn ; fig., en parl. de choses se mouvoir rapidement;
2 particul. courir dans la carrière : στάδιον PLUT courir le stade ; Ὀλύμπια PLUT courir, càd lutter à la course aux jeux Olympiques ; p. ext. ἀγῶνα EUR courir le risque d’une lutte ; παρ’ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν HDT il s’en fallut d’un assaut qu’il ne fût vainqueur ; abs. courir un danger : τρέχειν περὶ ἑαυτοῦ HDT, περὶ ψυχῆς HDT courir le risque de sa vie.
Étymologie: R. Τρεχ et Δραμ, courir.
English (Autenrieth)
aor. 1 iter. θρέξασκον, aor. 2 ἔδραμον, δράμε: run; fig., of the auger, Od. 9.386.