περισσεύω

From LSJ
Revision as of 17:47, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσεύω Medium diacritics: περισσεύω Low diacritics: περισσεύω Capitals: ΠΕΡΙΣΣΕΥΩ
Transliteration A: perisseúō Transliteration B: perisseuō Transliteration C: perisseyo Beta Code: perisseu/w

English (LSJ)

Att. περιττεύω, impf. ἐπερίσσευον (περιέσσευον is condemned by Phryn.20), (περισσός)

   A to be over and above the number, μύριοί εἰσιν ἀριθμόν... εἷς δὲ π. Hes.Fr.160 ; περιττεύσουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι the enemy will go beyond us, outflank us, X.An.4.8.11.    II to be more than enough, remain over, τἀρκοῦντα καὶ περιττεύοντα Id.Smp.4.35 ; τὸ π. [ἀργύριον] Id.Vect.4.7; ἂν ᾖ τι . . περιττεῦον Pl.Lg.855b; εἴ τι π. ἀπὸ τῶν τόκων SIG672.19 (Delph., ii B. C.); ἡ περιττεύουσα τροφή Arist.HA 619a20; τὸ π. τῶν κλασμάτων Ev.Matt.14.20; τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευσε, κτλ. such abundance of reason had Pericles for his belief, Th.2.65; τοσόνδ' ἐπερίσσευσεν αὐτοῖς εὐνοίας J.AJ19.1.18; τὸ ἀνδρεῖον ἐπερίττευεν αὐτῇ D.H.3.11.    2 in bad sense, to be superfluous, τὰ περισσεύοντα τῶν λόγων S.El.1288; ἵν' ἐμοὶ περιττεύῃ, i. e. that I may be over-rich, Diog.Oen.64.    III of persons, abound in, χορηγίᾳ, opp. ἐλλείπω, Plb.18.35.5, etc.; αἱ ἐκκλησίαι ἐπερίσσευον τῷ ἀριθμῷ Act.Ap.16.5 :—Med., c. gen., περισσεύονται ἄρτων have more than enough of . ., Ev.Luc.15.17.    2 to be superior, π. παρά τινα to be better than... LXX Ec.3.19; ὑπέρ τινα ib.1 Ma.3.30 (v.l.); be better, have the advantage, 1 Ep.Cor.14.12; π. μᾶλλον abound more and more, sc. in Christian graces, 1 Ep.Thess.4.1, 11:—Med., περισσευόμεθα, opp. ὑστερούμεθα, 1 Ep.Cor.8.8.    IV causal, make to abound, πᾶσαν χάριν π. 2 Ep.Cor.9.8; τινὰς τῇ ἀγάπῃ 1 Ep.Thess.3.12 :—Pass., to be made to abound, Ev.Matt.13.12, 25.29.    2 of Time, π. τὰς ὥρας make them longer, Ath.2.42b.

German (Pape)

[Seite 592] att. -ττεύω, überzählig, überflüssig sein; Hes. frg. 14, 4; τὰ μὲν περισσεύοντα τῶν λόγων ἄφες, Soph. El. 1280, laß die überflüssigen Worte; Plat. Legg. IX, 855 a; die Ueberzahl haben, Xen. An. 4, 8, 11 u. Folgde; τὸ περιττεῦον, im Ggstz von λεῖπον, Pol. 4, 38, 9; auch περισσεύων τῇ χορηγίᾳ, im Ggstz von ἐλλείπων, 18, 18, 5; Sp.; – sich auszeichnen, vorzüglich sein, τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευεν, Thuc. 2, 65, es war dem Perikles eine solche Ueberlegenheit, oder nach Anderen, er hatte solchen Ueberfluß an Hülfsquellen, daß er ohne Weiteres gesiegt haben würde, wenn er den Krieg hätte fortführen können; περιττεύει μοί τι, ich habe Ueberfluß woran, besitze es in hohem Grade, εἰ μὴ τὸ ἀνδρεῖον ἐπερίττευεν αὐτῇ, D. Hal. 3, 11; τινί, Ueberfluß an Etwas haben, Pol. 18, 18, 5; auch τινός, Luc.; – übrig sein, bleiben, N. T. – Das Augm. περιέσσευσα u. ä. ist falsch, s. Lob. zu Phryn. p. 28.

Greek (Liddell-Scott)

περισσεύω: μεταγεν. Ἀττ. -ττεύω· παρατ. ἐπερίσσευον, μεταγν. καὶ περιέσσευον, ἀλλὰ τοῦτο μόνον κατὰ σύγχυσιν πρὸς τὸ σεύω, ἔσσευον, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 28· (περισσός). Ὑπερβαίνω τὸν ἀριθμόν, μύριοί εἰσιν ἀριθμόν…, εἷς δὲ π. Ἡσ. Ἀποσπ. 14. 4· περιττεύσουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι, οἱ ἐχθροὶ θὰ ἐκταθῶσιν ὑπὲρ ἡμᾶς, θὰ ὑπερφαλαγγήσωσιν ἡμᾶς, (πρβλ. περιέχω ΙΙ) Ξεν. Ἀν. 4. 8, 11. ΙΙ. εἶμαι πλέον ἢ ἀρκετός, πλεονάζω, τἀρκοῦντα καὶ τὰ περιττεύοντα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4. 35· τὸ π. ἀργύριον ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 4. 7· ἂν ἦ τι... περιττεῦον Πλάτ. Νόμ. 855Α· ἡ περιττεύουσα τροφὴ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 8· τὸ π. τῶν κλασμάτων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ´, 20 (πρβλ. περίσσευμα)· τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευε κτλ., τοσαύτην ἀφθονίαν λόγων καὶ ὀρθῆς γνώμης εἶχεν ὁ Περικλῆς, Θουκ. 2. 65· τοσόνδε ἐπερίσσευσεν αὐτοῖς εὐνοίας Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 18· ὡσαύτως, τὸ ἀνδρεῖον ἐπερίττευεν αὐτῇ Διον. Ἁλ., 3. 11. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἶμαι περιττός, τὰ περισσεύοντα τῶν λόγων Σοφ. Ἠλ. 1288. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἔχω ἀφθονίαν εἴς τι, τινί, ἀντίθετον τῷ ἐλλείπω, Πολύβ. 18. 18, 5, Πλούτ., κλ.· π. τῷ ἀριθμῷ Πράξ. Ἀποστ. ις´, 5· ― ὡσαύτως μετὰ γεν., π. ἄρτων. ἔχω πλέον ἢ ἀρκετούς..., Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε´, 17. 2) εἶμαι ἀνώτερος, κρείσσων, π. παρά τινα, εἶμαι ἀνώτερος ἢ..., Ἑβδ. (Ἐκκλ. Γ´, 19) εἶμαι κρείσσων, ἀνώτερος, καλλίτερος, Α´ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. η´, 8, ιδ´, 12· π. μᾶλλον, προάγομαι ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον (δηλ. εἰς τὰς χριστιανικὰς χάριτας), Α´ Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. δ´, 1 καὶ 11. IV. Μεταβατικὸν ἐνεργείας, κάμνω ὥστε νὰ προάγηταί τις, προβιβάζω, π. πᾶσαν χάριν Β´ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. θ´, 8· π. τινὰ τῇ ἀγάπῃ Α´ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. γ´, 12. ― Παθ., προβιβάζομαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ´, 12, κε´ 29. 2) ἐπὶ χρόνου, π. τὰς ὥρας, μηκύνω αὐτὰς ἐπὶ μᾶλλον, Ἀθήν. 42Β.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπερίσσευσα, pf. inus.
I. intr. 1 être en plus, être plus nombreux ; déborder (les ailes d’une armée) gén.;
2 être de trop, être superflu, surabondant ; abs. περισσεύει, il y a en surcroît : τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευεν THC Périclès avait un tel surcroît de crédit ou selon d’autres, une telle surabondance de ressources;
II. tr. fournir en abondance ; multiplier, acc..
Étymologie: περισσός.

English (Strong)

from περισσός; to superabound (in quantity or quality), be in excess, be superfluous; also (transitively) to cause to superabound or excel: (make, more) abound, (have, have more) abundance (be more) abundant, be the better, enough and to spare, exceed, excel, increase, be left, redound, remain (over and above).