δειρή

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειρή Medium diacritics: δειρή Low diacritics: δειρή Capitals: ΔΕΙΡΗ
Transliteration A: deirḗ Transliteration B: deirē Transliteration C: deiri Beta Code: deirh/

English (LSJ)

ἡ, Att. δέρη A.Ag.329,875, etc.; Aeol. δέρα Sapph.Supp. 23.16(v. infr.):—

   A neck, throat, Il.11.26, etc.; τὰ ἀπὸ τῆς δ. ornaments, Hdt.1.51.    2 collar, Poll.2.235.    II in pl., gully, glen, Pi.O. 3.27, 9.59: but in sg., = δειράς, prob. in Hermesian.7.54. (The original form is preserved in Arc. δερϝά BCH39.55 (Orchom.): Aeol. δέρρη is coined by EM262.57 as etym. of δέρρις: Hsch. has δέρα· ὑπερβολὴ ὄρους, οἱ δὲ τὰ σιμὰ τῶν ὀρῶν by confusion with δειράς. Κοίλᾳ δέρᾳ, place-name in Inscr.Olymp.46.30. Prob. from root of ζέρεθρον, βιβρώσκω.)

Greek (Liddell-Scott)

δειρή: ἡ, ὁ τράχηλος, ὁ λαιμός, Ἰλ. Λ. 26, κτλ., Ἡρόδ. 1. 51· Ἀττ. δέρη, ὃ ἴδε. 2) περιδέραιον, Πολυδ. Β΄, 235. ΙΙ. κατὰ πληθ. = δειράς, Πίνδ. Ο. 3. 48., 9. 89. (Πρβλ. δειράς· ὁ Κουρτ. ὑποθέτει ὅτι ὁ τύπος δέρη (ὅπερ τηρεῖ τὸ η παρ’ Ἀττ.) καὶ τὸ Αἰολ. δέρρα, Λατ. dorsum, ὁδηγοῦσιν ἡμᾶς εἴς τινα ἀρχικὸν ἢ πρῶτον τύπον δέρσα).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 cou;
2 gorge.
Étymologie: cf. δειράς et lat. dorsum.

English (Autenrieth)

ῆς: neck, throat.

Greek Monolingual

δειρή και (αιολ. τ.) δέρα και (αττ. τ.) δέρη, η (Α)
1. λαιμός, τράχηλος
2. περιδέραιο
3. στον πληθ. κοίτη χειμάρρου, στενή κοιλάδα
4. φρ. «τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς» — τα στολίδια, τα κοσμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρωταρχικός τ. τών δειρή, δέρη, δέρα θεωρείται ο τ. δερFᾱ, ο οποίος απαντά και στην Αρκαδική. Στις ινδο-ιρανο-βαλτο-σλαβικές γλώσσες μαρτυρούνται ετυμολογικώς συγγενείς λέξεις
πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ grīvā «λαιμός, τράχηλος», ρωσ. grīva «χαίτη, ράχη βουνού», λεττ. grīva «εκβολή ποταμού», οι οποίες οδήγησαν στην αναγωγή σε αρχικό τ. gwer-uā (παράλληλα προς το gwrī-uā). Η υπόθεση όμως αυτή προσκρούει στην ύπαρξη αιολ. τ. δέρα αντί του αναμενόμενου βέρα, αν και υποστηρίχθηκε ότι πιθ. στη Λεσβιακή το gw μπροστά από e είχε περισσότερο χειλική προφορά απ' ό,τι στις άλλες διαλέκτους. Η σχέση εξάλλου μεταξύ gwer- και gwrī- δεν είναι σαφής και έχει δώσει λαβή στη διατύπωση διαφόρων υποθέσεων. Τέλος, δεν αποκλείεται να υπάρχει ετυμολογική σχέση με τη ρίζα του βιβρώσκω].