αμαθής

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμαθής)
1. αυτός που στερείται γνώσεων, που βρίσκεται σε άγνοια, άπειρος, ανίδεος, ανεπιτήδειος (στα αρχ. αντίθ. δεξιός)
2. εν μέρει ή εντελώς αγράμματος, αμόρφωτος, αδίδακτος
3. ανόητος, βλάκας
αρχ.
1. άκαρδος, ασυγκίνητος, απάνθρωπος
2. αυτός που δεν ακούστηκε, δεν έγινε γνωστός, ανήκουστος, άγνωστος
3. (για ζώα) ατίθασος, ανήμερος, άγριος
4. (για καταστάσεις ή ιδιότητες) βίαιος, άξεστος, χυδαίος, ευτελής
5. επίρρ. ἀμαθῶς
α) από άγνοια, με άγνοια
β) φρ. «ἀμαθῶς χωρῶ» (για γεγονότα), έχω απρόβλεπτη έκβαση
6. (συγκρ. επίρρ.) αμαθέστερον φρ. «λέγω ἀμαθέστερον καὶ σαφέστερον», μιλώ με λιγότερη επίδειξη γνώσεων, ώστε να καταλαβαίνει και ο αμαθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -μαθής < ἔμαθον, μανθάνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμαθαίνω, ἀμαθία
νεοελλ.
αμάθεια].