αναπλάθω

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source

Greek Monolingual

ἀναπλάσσω και -ττω)
πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω
(Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα
νεοελλ.
1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, του δίνω νέα ηθική κατεύθυνση
2. (στην ψυχολ.) ξαναφέρνω στη μνήμη μου παλαιές παραστάσεις, αναπαριστάνω με τη φαντασία μου, αναπολώ
αρχ.
1. σχηματίζω εκ νέου, αποκαθιστώ
2. ανοικοδομώ, ξαναχτίζω
3. πλάθω, διαμορφώνω, σχηματίζω
4. εφευρίσκω, επινοώ
5. φαντάζομαι
6. συνθέτω, συγκροτώ, σχηματίζω
7. καλύπτω, επικαλύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀναπλάσσω < ἀνά + πλάσσω, -ττω. Ο τ. αναπλάθω από το ἀναπλάσσω με μεταπλασμό (πρβλ. πλάθω).
ΠΑΡ. ανάπλασις, ανάπλασμα
αρχ.
ἀνάπλαστος
αρχ.-μσν.
ἀναπλασμός
(νεο-ελλ.) αναπλάστης].