επιγιγνώσκω

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210

Greek Monolingual

ἐπιγιγνώσκω (AM) γιγνώσκω
1. γνωρίζω κάτι ακόμη καλύτερα, περισσότερο από πριν («ἐπιγνόντι σοι τὸν Χριστόν»
«ὅπως μήτηρ σε μὴ ἐπιγνώσεται φαιδρῷ προσώπῳ», Σοφ.)
2. ανακαλύπτω, διακρίνω («κἄπειτ' ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον ὤμωξεν», Αισχύλ.)
3. αναγνωρίζω, ομολογώ (συνήθως μια ευεργεσία)
4. γνωρίζω κάτι εκ τών υστέρων
5. γνωρίζω
μσν.
κάνω εκτίμηση κάποιου πράγματος (ζημιάς κ.λπ.)
αρχ.
1. γίνομαι αυτόπτης μάρτυρας, παρατηρώ («ἵνα πάντες ἐπιγνώωσι καὶ οἵδε μαρναμένους», Ομ. Οδ.)
2. διατίθεμαι ευμενώς απέναντι σε κάποιον επειδή τον γνωρίζω
(«οὐδὲ ἐπιγνώσονται πρόσωπον, οὐδὲ λήψονται δῶρα»)
3. (για δικαστή) κρίνω, αποφασίζω
4. συνουσιάζομαι
5. επιδοκιμάζω, εκτιμώ
6. (για οφειλές κ.λπ.) εγγυώμαι, υπόσχομαι
7. αναλαμβάνω την εκτέλεση ή την παράδοση ενός πράγματος.