παντοῖος
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
English (LSJ)
α, ον,
A of all sorts or kinds, manifold, ἄνεμοι Il.2.397; δόλοι 3.202; ἀρετή 22.268, E.Med.845 (lyr.); τέχνη Od.6.234, S.Aj.752; φιλότης Od.15.246, S.El.134; λῦπαι Id.OT915; λόγοι E.Hec.840; τύχαι Arist.EN1100a5; ἐξυβρίσαι παντοῖα Hdt.3.126; πολλὰ καὶ π. λέγειν Id.9.90, etc. 2 in Prose of persons, παντοῖος γίνεται he takes all possible shapes, i.e. tries every shift, of persons in danger or difficulty, ib.109: with part., π. ἐγένοντο δεόμενοι Id.7.10. γ; π. ἐγίνετο (sc. δεομένη) μὴ ἀποδημῆσαι τὸν Πολυκράτεα Id.3.124; π. ἦν δεδιώς Luc. DDeor.21.2; π. γενόμενος ὑπὲρ τοῦ σῶσαι Plu.Mar.30; rarely of joy, π. ὑπ' εὐφροσύνης γενόμενοι they played all sorts of antics from joy, Luc. Demon.6; π. ἦν ὑπ' ἀπορίας Id.Laps.1. II Adv. -ως in all kinds of ways, variously, Hdt.7.211; π. ἔχειν Pl.R.559d, etc.
German (Pape)
[Seite 464] allerlei, von allerlei Art, mannigfach; κύματα παντοίων ἀνέμων, Il. 2, 397; παντοίης ἀρετῆς, 22, 268, öfter; χρεῖαι, Pind. N. 8, 71; παντοίᾳ τέχνῃ, λύπαισι παντοίαισιν, Soph. Ai. 739 O. R. 915; ἀρετή, Eur. Med. 845; πολλὰ καὶ παντοῖα ἀκούσας κακά, Ar. Thesm. 388; u. in Prosa, ἄνθρωποι, Plat. Legg. II, 665 e; πᾶσαν καὶ παντοίαν σοφίαν, Phil. 30 b; Folgde; – παντοῖος γίγνεται, eigtl. er nimmt jede mögliche Gestalt an, von einem solchen, der aus Furcht oder sonst einer Leidenschaft sich zu jeder möglichen That bewegen läßt, alle Mittel aufbietet, παντοῖοι ἐγένοντο δεόμενοι, sie boten Alles mit Bitten auf, Her. 7, 10, 3; auch παντοίη ἐγίνετο, μὴ ἀποδημῆσαι τὸν Πολυκράτεα, wo man δεομένη ergänzen muß, 3, 124, vgl. 9, 109; oft bei Sp., παντοῖος γενόμενος ὑπὲρ τοῦ σῶσαι τοὺς ἄνδρας, Plut. Mar. 30; u. Luc., auch παντοῖοι ὑπ' εὐφροσύνης γενόμενοι, die sich vor Freuden nicht zu lassen wußten, Demon. 6; und παντοῖος ἦν δεδιώς, D. D. 21, 2; παντοῖος ἦν ὑπ' ἀπορίας, pro lapsu in salt. 1; – παντοίως, auf jede Art u. Weise, Her. 7, 211; Plat. Rep. VIII, 559 d u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παντοῖος: -α, -ον, παντὸς εἴδους, ποικίλος, ἄνεμοι Ἰλ. Β. 397· δόλοι Χ. 268· τέχνη Ὀδ. Ζ. 234, Σοφ. Αἴ. 752· φιλότης Ὀδ. Π. 246, Σοφ. Ἠλ. 134· λῦπαι ὁ αὐτ. ἐν Ο.Τ. 915· ἀρετή, λόγοι Εὐρ. Μήδ. 845, Ἑκ. 840· παντοῖα ἐξυβρίσαι Ἡρόδ. 3. 126· πολλὰ καὶ π. λέγειν ὁ αὐτ. 9.90, κτλ. 2) παρὰ πεζογράφοις, ἐπὶ προσώπων, παντοῖος γίγνεται, λαμβάνει παντοειδεῖς μορφάς, δηλ. δοκιμάζει πᾶν μέσον, κινεῖ πάντα λίθον, ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν δυσκολίαις καὶ κινδύνοις διατελούντων, Ἡρόδ. 9. 109· μετὰ μετοχ., παντοῖοι ἐγένοντο δεόμενοι ὁ αὐτ. 7. 10, 3· παντοίη ἐγίγνετο (ἐξυπ. δεομένη), μὴ ἀποδημῆσαι τὸν Πολυκράτεα ὁ αὐτ. 3. 124· π. ἦν δεδιὼς Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 2· π. γενόμενος ὑπὲρ τοῦ σῶσαι Πλουτ. Μάρ. 30· σπανίως ἐπὶ χαρᾶς, παντοῖοι ὑπ’ εὐφροσύνης γενόμενοι Λουκ. Δημώνακτ. βίος 6· π. ἦν ὑπὸ ἀπορίας ὁ αὐτ. ὑπὲρ τοῦ Πταίσματ. 1· οὕτω, πάντα γίγνεσθαι καὶ ἐν παντὶ εἶναι, ἴδε πᾶς D. ΙΙ. 2, παντοδαπὸς 2. 3) οἵου δήποτε εἴδους, μὴ ὑποδεδεμένους παντοῖον ὑπόδημα = οὐδέν, Νεῖλ. 580C, ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, κατὰ πολλοὺς καὶ διαφόρους τρόπους, ποικιλοτρόπως, Ἡρόδ. 7. 211, Πλάτ. Πολ. 559D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de toute sorte, divers, varié ; particul. :
1 qui prend toute sorte de formes, qui emploie toute sorte de moyens : παντοῖοι ἐγένοντο δεόμενοι avec l’inf. HDT ils employèrent toutes les formes de prières possibles, ils supplièrent de toutes les manières possibles ; παντοῖος γενόμενος ὑπὲρ τοῦ… PLUT ayant employé tous les moyens possibles pour…;
2 qui éprouve toute sorte de sentiments : παντοῖοι ὑπ’ εὐφροσύνης γενόμενοι LUC éprouvant par l’effet de la joie toute sorte de sentiments, ne sachant que devenir tant ils étaient joyeux.
Étymologie: πᾶς.
English (Autenrieth)
of all sorts, of every kind; ‘in various guise,’ Od. 17.486.
English (Slater)
παντοῑος
1 of all kinds φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων (N. 5.25) χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν pr. (N. 8.42) θύματα μειγνύντων παντοῖα (παντοῖα codd. Plutarchi: non habet, ut vid., Π.) Θρ. 7. 10.
Greek Monolingual
-α, -ο / παντοῑος, -οία, -ον, ΝΜΑ
ο κάθε γένους ή ο κάθε είδους, παντοδαπός, παντοειδής («παντοίᾳ τέχνῃ», Σοφ.)
αρχ.
1. οποιοσδήποτε, καθένας
2. φρ. «παντοῑος γίνεται» — παίρνει κάθε μορφή, δηλ. μεταχειρίζεται κάθε μέσο, κάνει το καθετί («παντοῑος γενόμενος ὑπὲρ τοῡ σῶσαι τοὺς ἄνδρας», Πλούτ.).
επίρρ...
παντοίως ΝΜΑ
με όλους τους τρόπους, ποικιλοτρόπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + επίθημα -οῖος
(πρβλ. αλλοίος, ποίος, τοίος)].