φέρτερος

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24

German (Pape)

[Seite 1262] eigtl. zuträglicher, πολὺ φέρτερόν ἐστι, c. inf., Od. 12, 109; übh. als compar. zu ἀγαθός betrachtet, stärker, tapferer, vortrefflicher, auch dem Range nach vornehmer, mächtiger; oft bei Hom., c. dat., Il. 3, 431 Od. 6, 6, u. c. inf., Od. 5, 170; φέρτερον πατρὸς γόνον Pind. I. 7, 33; Aesch. Prom. 770; εἰς τὸ φέρτερον τίθει τὸ μέλλον Eur. Hel. 352.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
litt. qui l’emporte, d’où plus fort, plus brave, meilleur ; avec un gén. : παῖδα φέρτερον πατρός ESCHL enfant meilleur que son père ; πολὺ φέρτερόν ἐστιν inf. OD il vaut beaucoup mieux.
Étymologie: v. φέρτερος.

English (Autenrieth)

one of the comparatives to ἀγαθός, better, braver, etc.

English (Slater)

φέρτερος, φέρτατος, φέριστος
   a comp., better μηδ' Ὀλυμπίας ἀγῶνα φέρτερον αὐδάσομεν (O. 1.7) ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν (φερτέρᾳ v. l.) (P. 1.35) πεπρωμένον ἦν, φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν (I. 8.32)
   b superl., (φέρτατος, -ον, -ων; -ον nom.: φέριστον nom.)
   I of pers., best, matchless φερτάτων Κρονιδᾶν (O. 9.56) γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν (N. 3.57) ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος (sc. Ζεύς) (N. 10.13) ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν Τελαμών (I. 6.39) δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν (sc. Ζεύς) (I. 7.5) φ]έρτατος ἀνθρώπων Πα. 13. b. 5.
   II of things, best, finest λόγων φερτάτων μναμήἰ (P. 5.48) ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ *fr. 104b. 2.* πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2. add. inf. τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν· ὅτι νῦν ἐν καὶ τελευτᾷ φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν (O. 7.26)

Greek Monolingual

-έρα, -ον, Α
(ποιητ. τ.) (επίθ. συγκριτ. βαθμού)
1. (για πρόσ.) γενναιότερος ή ανώτερος σε μια ιεραρχική τάξη
2. (για πράγμ.) καλύτερος
3. (η αιτ. του ουδ. ως επίρρ.) φέρτερον
καλύτερα («τέττιγος φέρτερον ᾄδεις», Θεόκρ.)
4. φρ. «φέρτερόν ἐστι» — είναι καλύτερο, συμφερότερο (Ομ. Ιλ. και Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα επίθ. φέρ-τερος και φέρ-τατος έχουν σχηματιστεί από την ΙΕ ρίζα bher- του ρ. φέρω με τις κατάλ. -τερος και -τατος του συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού, αντίστοιχα (πρβλ. βέλ-τερος / -τατος, δεύ-τερος / -τατος, φίλ-τερος / -τατος). Τα επίθ. φέρτερος, φέρτατος καθώς και ο συγγενής τ. φέριστος αναφέρονται κυρίως σε πρόσωπα και σπανίως σε πράγματα και εκφράζουν την έννοια της υπεροχής σε σχέση με τους άλλους σε διάφορους τομείς, όπως σωματική δύναμη, γενναιότητα, ικανότητες, αρετή, θέση μέσα στην κοινωνική ιεραρχία, σημασίες που μπορούν να ερμηνευθούν από την κύρια σημ. του ρ. φέρω «μεταφέρω, παίρνω μαζί μου» αλλά και από ειδικότερες σημ. του ρ. όπως: «εκλέγω, προτιμώ» (πρβλ. τη σημ. του τ. φέρτερον «καλύτερα»), «παίρνω βραβείο» (πρβλ. τη φρ. ἄεθλον φέρεσθαι), «πλεονεκτώ» (πρβλ. τη φρ. φέρειν κράτος), «υπομένω δυστυχία» (πρβλ. τη σημ. της φρ. κακῶν φέρτατον «η λιγότερο δυσάρεστη μεταξύ δύο αρνητικών καταστάσεων»)].