πλημμελής

From LSJ
Revision as of 02:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλημμελής Medium diacritics: πλημμελής Low diacritics: πλημμελής Capitals: ΠΛΗΜΜΕΛΗΣ
Transliteration A: plēmmelḗs Transliteration B: plēmmelēs Transliteration C: plimmelis Beta Code: plhmmelh/s

English (LSJ)

ές, (πλήν, μέλος) prop.

   A out of tune, opp. ἐμμελής, but in usage, metaph., faulty, erring, ὁ ἀκράτως . . π. καὶ κακός Pl.Lg.731d.    2 wrongful, outrageous, ἤν τι π. σε δρᾷ E.Hel.1085; μὴ τί π. πάθῃς; Id.Med.306; ἐάν τι πάθωμεν π. Pl.R.451b; λίαν πλημμελὲς ἂν εἴη Arist.EN1099b24, cf. Democr.181, Pl.Cri.43b, Sph.243a: Sup., ἀμαθίαι -έσταται Id.Lg.689b. Adv. -λῶς ib.793c; κινούμενον π. καὶ ἀτάκτως wrongly, Id.Ti.30a.

German (Pape)

[Seite 633] ές, eigtl. gegen die Tonweise, bes. beim Singen fehlend, falsch singend, im Ggstz von ἐμμελής. – Uebh. fehlend, sich vergehend; ἤν τι πλημμελές σε δρᾷ, Eur. Hel. 1085, vgl. Med. 306; χαλεπὸν καὶ πλημμελὲς ἐπιτιμᾷν, Plat. Soph. 243 a; καὶ κακόν, Legg. V, 731 e, u. öfter; κινούμενον πλημμελῶς καὶ ἀτάκτως, Tim. 30 a, u. öfter; παρὰ τοὺς νόμους, Din. 1, 61; Dem. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πλημμελής: -ές, (πλήν, μέλος) κυρίως ὁ παρὰ τὸ μέλος, παράχορδος ἢ ἐν παραφωνίᾳ, ἀντίθετ. τῷ ἐμμελής, πρβλ. πλημμέλεια. ΙΙ. μεταφορ., ὁ ἐν παραφωνίᾳ ὤν, ἐσφαλμένος, πεπλανημένος, ὁ ἀκράτως... πλ. καὶ κακὸς Πλάτ. Νόμ. 731D· λίαν πλημμελὲς ἂν εἴη Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 9, 6. 2) ἐπὶ πραγμάτων, δυσάρεστος, ἤν τι πλ. σε δρᾷ Εὐρ. Ἑλ. 1091· μή τι πλ. πάθῃς ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 306· ἐάν τι πάθωμεν πλ. Πλάτ. Πολ. 451B· πλ. ἂν εἴη ἀγανακτεῖν ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 43B, πρβλ. Σοφ. 243A· ― ὑπερθ., -έστατος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 689B. ― Ἐπίρρ. -λῶς, αὐτόθι 793C· πλ. καὶ ἀτάκτως ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 30A.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
propr. qui est ou fait une fausse note ; contraire à la règle, défectueux, mauvais ; πλημμελὴς βίος PLUT vie désordonnée.
Étymologie: πλήν, μέλος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
νεοελλ.
ελλιπής (α. «πλημμελής εργασία» β. «πλημμελής εκτέλεση καθήκοντος»)
μσν.-αρχ.
1. παράφωνος
2. λαθεμένος, ελαττωματικός
3. δυσάρεστος, προσβλητικός.
επίρρ...
πλημμελώς / πλημμελῶς, ΝΜΑ
κατά τρόπο πλημμελή, ελαττωματικά ή λαθεμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. < πλήν + μέλος «άσμα, ωδή» (πρβλ. εμ-μελής), η οποία δήλωνε αρχικά τον παράφωνο και στη συνέχεια διευρύνθηκε σημασιολογικά παίρνοντας τη σημ. «αυτός που διαπράττει σφάλμα, λανθασμένος, ελαττωματικός»].

Greek Monotonic

πλημμελής: -ές (πλήν, μέλος),·
I. 1. αυτός που βρίσκεται έξω από τη μελωδία, αντίθ. προς το ἐμμελής.
II. μεταφ., αυτός που βρίσκεται σε παραφωνία, εσφαλμένος, παραπλανημένος, σε Πλάτ.
2. λέγεται για πράγματα, δυσάρεστος, ασύμφωνος, μη χαρούμενος, πλημμελές τι δρᾶν παθέω, σε Ευρ. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλημμελής -ές [πλήν, μέλος] van pers. vals, slecht:. τῷ... ἀπαραμυθήτως πλημμελεῖ καὶ κακῷ degene die onverbeterlijk vals en slecht is Plat. Lg. 731d. van zaken verkeerd, fout:. μὴ τί πλημμελὲς παθῇς; welk onrecht (ben je bang) te ondergaan? Eur. Med. 306; ἤν... τι πλημμελές σε δρᾷ als hij tegen jou een misstap begaat Eur. Hel. 1085.

Russian (Dvoretsky)

πλημμελής: 1) неправильно поступающий, непорядочный (π. καὶ κακός Plat.);
2) дурной, плохой (βίος Plut.): ἐάν τι πάθωμεν πλημμελές Plat. если с нами случится какая-л. неприятность; πλημμελὲς ἂν εἴη ἀγανακτεῖν τηλικοῦτον ὄντα, εἰ δεῖ ἤδη τελευτᾶν Plat. было бы недостойно в таком возрасте роптать на то, что приходится уже умирать.