στέαρ

From LSJ
Revision as of 03:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέαρ Medium diacritics: στέαρ Low diacritics: στέαρ Capitals: ΣΤΕΑΡ
Transliteration A: stéar Transliteration B: stear Transliteration C: stear Beta Code: ste/ar

English (LSJ)

τό, gen. στέατος [v. sub fin.]; contr. στῆρ, PCair.Zen.703.2,6 (iii B.C.), Archig. ap. Gal.12.861, Thd.Bel. 27, gen.

   A στῆτος PCair.Zen.176.183 (iii B.C.); also στεῖαρ, gen. στείατος Choerob.in Theod. 1.350 H.:—hard fat, suet, such as ruminating animals have, opp. πιμελή (soft fat), ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μέγαν τροχόν a large cake of suet, Od.21.178; οὔτε πιμελὴν οὔτε στέαρ Arist.PA651a26; τὸ τῶν ἰχθύων σ. πιμελῶδες Id.HA520a21, al.    2 any animal fat, σ. τῆς ἄρκτου Thphr.Od.63; σ. δελφίνων X.An.5.4.28; freq. in LXX (Le.3.15,16,17, al.); also PRev.Laws 50.14 (iii B.C.), PCair.Zen. Il.cc.; so σ. χήνειον, ὀρνίθειον, etc., Dsc.2.76.    II = σταῖς (q.v.), dough made from flour of spelt, Hp.Nat.Mul.27 (but σταῖς is prob. l.), Arist.Pr.879a10, Thphr.HP9.20.2, LXX Ps.80(81).17, al., Str.17.2.5 (citing Hdt.2.36, where σταῖς is in our text). [Gen. στέατος disyll., Od. l.c.; στέᾱτι trisyll., Diph.119; cf. στεάτιον.] (Prob. fr. *στᾱyαρ, cf. Skt. styāyate 'congeal, grow hard'.)

German (Pape)

[Seite 931] τό, gen. στέατος, zsgzgn στῆρ, στητός, – 1) stehendes Fett, Talg, wie die wiederkäuenden Thierc haben; nach Arist. H. A. 3, 17 θραυστὸν πάντῃ καὶ πήγνυται ψυχόμενον, u. so von πιμελή unterschieden, w. m. s.; στέατος μέγαν τροχόν, eine große Scheibe Talg, Od. 21, 178. 183; vom Delphin, Xen. An. 5, 4, 28. – 2) = σταίς, Teig von Weizenmehl, VLL., auch Sauerteig. – Eine Fettgeschwulst, = στεάτωμα, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

στέᾰρ: τό, γεν. στέατος [ἴδε ἐν τέλ.]· συνῃρ. στῆρ (Ἀρχιγέν. παρὰ Γαλην. 13. 476· γενικ. στηρὸς Afr. Cest. 294D· ὡσαύτως στεΐαρ. Χοιροβ. 1. 281· (√ΣΤΑ, ἵστημι)· - πάχος σκληρόν, πάχος, «ξύγγι», οἷον ἔχουσι τὰ μηρυκαστικὰ ζῷα, Λατιν. sekum, ἀντίθετον τῷ πιμελὴ (Λατιν. adeps, τὸ μαλακὸν πάχος), ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μὲγαν τροχόν, στρογγύλον πλακοῦντα ἐκ στέατος, Ὀδ. Φ. 178, 183· οὔτε πιμελὴν οὔτε στέαρ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 5, 2· τὸ τῶν ἰχθύων στ. πιμελῶδες ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 17, 3, κ. ἀλλ.· - ἀλλ’ εὑρίσκομεν τὸ στέαρ ἀντὶ τοῦ πιμελὴ παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 5. 4, 28, κτλ.· οὕτω, στ. χήνειον, ὀρνίθειον Διοσκ. 2. 93. ΙΙ. = σταῖς. φύραμα ἐξ ἀλεύρου ζειᾶς, Ἱππ. 570. 6., 610. 19, Ἀριστ. Προβλ. 4. 21, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 2, ἔνθα ἴδε Schneid. εἰς Στράβ. 823 (ὅστις μνημονεύει Ἡρόδ. 2. 36, ἔνθα παρ’ ἡμῖν κεῖται σταῖς), πρβλ. Ἑβδ. (Δευτ. ΛΒ΄, 14, Ψαλμ. ΠΑ΄, 16, κ. ἀλλ.)· ὡς τἀνάπαλιν σταῖς (ὃ ἴδε) εὕρηται ἀντὶ τοῦ στέαρ. [Ἡ γενικὴ κεῖται ὡς δισύλλ. στέατος ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ στέᾱτι τρισύλλαβ., Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 38· στεάτιον [ᾱ] ὡς τετρασύλλ., Ἄλεξ. ἐν «Ἐρετρ.» 1].

French (Bailly abrégé)

στέατος (τό) :
1 graisse compacte, lard, suif;
2 graisse, c. πιμελή.
Étymologie: p. *στέϜαρ, cf. ἵστημι.

English (Autenrieth)

στέᾶτος: hardened fat, tallow, Od. 21.178 and 183.

Spanish

grasa

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΜΑ, και στέας Μ, και στεῑαρ, -είατος, και στῆρ, στητός Α
το στερεό και συμπαγές λίπος τών εσωτερικών λιπαρών ιστών μυρηκαστικών, το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή κεριών, σαπουνιών κ.ά. προϊόντων (α. «βόρειο στέαρ» β. «οὔτε πιμελήν οὔτε στέαρ», Αριστοτ.
γ. «ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μέγαν τροχόν», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. οποιοδήποτε είδος ζωικού λίπους (α. «στέαρ δελφίνων», Ξεν.
β. «στέαρ τῆς ἄρκτου», Θεόφρ.)
2. φύραμα, ζύμη από αλεύρι ζειάς, μονόκοκκου σιταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκό ουδ. σε -αρ (πρβλ. ἧπ-αρ, οὖθ-αρ, πῖαρ) που ανάγεται σε ΙΕ τ. stā «πηχτός, συμπαγής» και συνδέεται με το αβεστ. stā(y)- «μάζα, σωρός» και το αρχ. ινδ. styāna- «συμπαγής» (βλ. και λ. στία). Ο τ. στέᾱρ έχει σχηματιστεί με αντιμεταχώρηση από αμάρτυρο τ. στᾱy-αρ (από όπου και επίσης αμάρτυρος ιων. τ. στῆ-αρ). Παράλληλα με τον τ. στέαρ, στέατος μαρτυρείται στους παπύρους της ελληνιστικής εποχής ο συνηρημένος τ. στῆρ, στητός].

Greek Monotonic

στέᾰρ: τό, γεν. στέατος (ως τροχαίος, δηλ. η γεν. λογίζεται ως δισύλλαβη μέσω συνίζησης), (πιθ. από √ΣΤΑ του ἵ-στη-μι)· σκληρό λίπος, πάχος, ξύγκι, Λατ. sebum, αντίθ. προς το πιμελή, Λατ. adeps, μαλακό λίπος, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

στέᾱρ: στέᾱτος τό (gen. у Hom. двусложн.)
1) сало, жир (преимущ. в твердом состоянии) Hom., Xen., Arst.;
2) Arst. = σταῖς.