συμπεριλαμβάνω

From LSJ
Revision as of 13:22, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριλαμβάνω Medium diacritics: συμπεριλαμβάνω Low diacritics: συμπεριλαμβάνω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: symperilambánō Transliteration B: symperilambanō Transliteration C: symperilamvano Beta Code: sumperilamba/nw

English (LSJ)

   A gather together, τὸ τοῦ ἱματίου περικεχυμένον Sor.Vit.Hippocr.12; enclose or include together, [τοῖς νεύροις] ὀστᾶ καὶ μυελόν Pl.Ti.74d, cf. Hp.Fist.4; τὰ ᾠά Arist.HA549a33; πολλὴν ἀναθυμίασιν Id.Mete. 358a33:—Pass., Pl.Ti.83d.    2 embrace, include, τὰ γένη ib.58a; comprehend in a treaty with others, ἐν ταῖς συνθήκαις Philipp. ap. D. 18.77 (Pass.), cf. Decr. ap. eund.18.29, Epicur.Nat.28.9; embrace in the same history, Plb.8.11.4, cf. D.S.16.94, etc.:—Pass., ἐν τῷ λόγῳ συμπεριειλῆφθαι Arist.Top.142a31, cf. Thphr.HP6.1.1, al.; ὅπως -ληφθῶμεν ἐν ταῖς συνθήκαις SIG591.64 (Lampsacus, ii B.C.).    3 in literal sense, embrace, Act.Ap.20.10.    II Med., take part in together, τινος Luc.Dom.4codd. συμπερι-ληπτέον, one must include, Thphr. HP6.6.1.

German (Pape)

[Seite 986] (s. λαμβάνω), mit, zugleich, zusammen umfassen; Plat. Tim. 58 a 83 d; Dem. u. Folgde, τὶ τῇ ὑποθέσει, Pol. 8, 13, 4; auch = mit dem Verstande begreifen, Arist. de anim. 1, 2, – συμπεριληψόμενος τῶν περὶ τοῦ ἔρωτος λόγων, Luc. de dom. 4.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριλαμβάνω: ὡς καὶ νῦν, περιλαμβάνω ὁμοῦ, περικλείω, περιέχω ὁμοῦ, [τοῖς νεύροις] τὰ ὀστᾶ καὶ τὸν μυελὸν Πλάτ. Τίμ. 74D· τὰ ᾠὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 5· πολλὴν ἀναθυμίασιν ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολογ. 2. 3, 25. ― Παθ., Πλάτ. Τίμ. 83D. 2) περιλαμβάνω συγχρόνως, διὰ μιᾶς, τὰ γένη αὐτόθι 58Α· περιλαμβάνω ἐν συνθήκῃ ὁμοῦ μετ’ ἄλλων, ταῖς συνθήκαις Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 9, πρβλ. Ψήφισμα παρὰ τῷ αὐτῷ 235. 16· περιλαμβάνω ἐν τῇ αὐτῇ ἱστορίᾳ, τι Πολύβ. 8. 13. 4, Διόδ., κλπ.· ― Παθ., συμπεριειλῆφθαι Ἀριστ. Τοπ. 6. 4, 13. ΙΙ. Μέσ., λαμβάνω μέρος εἴς τι, μετέχω ὁμοῦ, τινος Λουκ. περὶ Οἴκου 4.

French (Bailly abrégé)

inf. pf. Pass. συμπεριειλῆφθαι;
embrasser, contenir, renfermer ensemble, acc. ; particul. comprendre dans un traité;
Moy. συμπεριλαμβάνομαι prendre part en même temps ou ensemble à, gén..
Étymologie: σύν, περιλαμβάνω.

Spanish

rodear, coger alrededor

English (Strong)

from σύν and a compound of περί and λαμβάνω; to take by enclosing altogether, i.e. earnestly throw the arms about one: embrace.

English (Thayer)

(T WH συνπεριλαμβάνω (cf. σύν, II. at the end)): 2nd aorist participle συμπεριλαβών; from Plato and Demosthenes down;
1. to comprehend at once.
2. to embrace completely: τινα, Acts 20:10.

Greek Monolingual

ΝΜΑ περιλαμβάνω
περιλαμβάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο, περιέχω συγχρόνως (α. «στην τιμή δεν συμπεριλαμβάνεται ο φόρος προστιθέμενης αξίας» β. «ἡ τοῡ παντὸς περίοδος, ἐπειδὴ συμπεριέλαβε τὰ γένη», Πλάτ.)
αρχ.
1. έχω μέσα μου συγχρόνως, περικλείω μαζί («πολλὴν ἀναθυμίασιν συμπεριλαμβάνειν», Αριστοτ.)
2. συλλέγω, μαζεύω («τὸ τοῡ ἱματίου περικεχυμένον συμπεριλαμβάνειν», Σωρ.)
3. αναφέρω συγχρόνως («ἐν τῷ λόγῳ συμπεριειλῆφθαι», Αριστοτ.)
4. αγκαλιάζω («ἐπέπεσεν αὐτῷ καὶ συμπεριλαβὼν εἶπε»)
5. μέσ. συμπεριλαμβάνομαι
λαμβάνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω σε κάτι.

Greek Monotonic

συμπεριλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι,
I. περιλαμβάνω, περιέχω, περικλείω σε μια συνθήκη με άλλους, σε Φίλλιπ. παρά Δημ.
II. Μέσ., συμμετέχω σε κάτι, με γεν., σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριλαμβάνω: 1) окружать со всех сторон, обволакивать (ὀστᾶ τοῖς νεύροις Plat.): συμπεριληφθεὶς ὑπὸ ὑγρότητος Plat. окруженный влагой;
2) обхватывать, обнимать (sc. τινά NT);
3) охватывать, включать: συμπεριειλημμήνοι ἐν ταῖς συνθήκαις Dem. включенные в условия договора; ἐν τῇ περὶ τῆς Ἑλλάδος ὑποθέσει συμπεριλαβεῖν τι Polyb. включать что-л. в историю Эллады; ἐν τῷ λόγῳ συμπεριειλῆφθαι Arst. быть охваченным в (общем) определении;
4) med. принимать участие, приобщаться: συμπεριλαμβάνεσθαι τῶν περί τινος λόγων Luc. принять участие в беседе о чем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-περιλαμβάνω, Att. ξυμπεριλαμβάνω helemaal omgeven of omvatten; met dat. met iets; omhelzen. NT Act. Ap. 20.10. mede opnemen (in een verdrag). Dem. 18.77.