ἀγήνωρ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
Dor. ἀγάνωρ, ορος, ὁ, ἡ, (ἀγα-, ἀνήρ) poet. Adj.
A manly, heroic, θυμός Il.2.276, 12.300; κραδίη καὶ θυμὸς ἀ. 9.635, etc.; βίῃ καὶ ἀγήνορι θυμῷ εἴξας, of a lion, 24.42: freq. with collat. notion of headstrong, arrogant, of Achilles, 9.699; Thersites, 2.276; the suitors, Od.1.106,144, al.; the Titans, Hes.Th.641, cf. Op.7; the Seven against Thebes, A.Th.124 (lyr.). 2 of animals and things, stately, magnificent, ἵππος Pi.O.9.23; lavish, μισθός P.3.55; πλοῦτος ib.10.18; κόμπος I.1.43.
German (Pape)
[Seite 13] ορος (ἄγανἀνήρ od. von ἄγαμαι u. ἀνήρ, andere von ἄγωἄνδρας), sehr mannhaft, muthvoll, Hom. oft, bes. θυμός (vom Löwen Il. 12, 300); auch mit dem tadelnden Nebenbegriff des stolzen Uebermuthes, μνηστῆρες oft in der Od., auch Thersites, Il. 2, 276; – von den Titanen, Hes. Th. 641; Pind., s. ἀγάνωρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγήνωρ: [ᾰ], Δωρ. ἀγάνωρ, ορος, ὁ, ἡ, (ἄγαν, ἀνήρ) ποιητ. ἐπίθ., ἀνδρεῖος ἡρωικός, θυμός. Ἰλ. Π, 801, κραδίη καὶ θυμὸς ἀγ., Ι. 635 καὶ ἀλλ.·βίῃ καὶ ἀγήνορι θυμῷ εἴξας, ἐπὶ λέοντος, Ω, 42. Συχνάκις μετὰ τῆς συγγενοῦς ἐννοίας, ἰσχυρογνώμων, ὑπεροπτικός, περὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ι. 699· περὶ τοῦ Θερσίτου, Β, 276· περὶ τῶν μνηστήρων, Ὀδ. Α, 106. 144, καὶ ἀλλ.· περὶ τῶν Τιτάνων, Ἡσ. Θ. 641· πρβλ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 7· περὶ ἀρχηγῶν ἢ ἡγεμόνων στρατοῦ, Αἰσχύλ. Θ. 124 (�λυρ.). 2) Παρὰ Πινδ. ἐπὶ ζῴων καὶ πραγμάτων, μεγαλοπρεπής, λαμπρός, ἵππος, Ὀ. 9. 35, πλοῦτος, Π. 10. 27· κόμπος, Ἰσθ. 1. 60.
French (Bailly abrégé)
ορος;
adj. m.
1 viril, courageux, brave, héroïque;
2 en mauv. part fier, arrogant.
Étymologie: ἀ- augm., *γϜανήρ = ἀνήρ.
English (Autenrieth)
(ἄγα, ἀνήρ): very manly, valorous; hence, ‘bold,’ ‘proud,’ in both good and bad sense; freq. w. θῦμός.
Greek Monotonic
ἀγήνωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ (ἄγαν, ἀνήρ), ποιητ. επίθ., ανδρείος, θαρραλέος, ηρωικός, σε Ομήρ. Ιλ.· με αρνητική σημασία, ξεροκέφαλος, ισχυρογνώμων, υπεροπτικός, αλαζόνας, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγήνωρ: дор. ἀγάνωρ, ορος (ᾰγᾱ) adj. m
1) мужественный, отважный; неукротимый (θυμός Hom., Hes.; ἵππος Pind.; μέδων στρατοῦ Aesch.);
2) великолепный, пышный (πλοῦτος, κόμπος Pind.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: epithet of θυμός, meaning uncertain; proud? (Il.).
Derivatives: PN Ἀγήνωρ
Origin: IE [Indo-European] [4] *h₂eǵ- drive
Etymology: First part prob. to ἄγω (Risch IF 59 (1949) 39f), rather than to ἀγα- (Sommer Nominalkomp. 169f.) Cf. also Kuiper MAWNed. NR. 14: 5 (1951) 207. On the evolution of the meaning see DELG.