βαρυάλγητος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ον,
A very grievous, neut. pl., -άλγητα καγχάζειν S.Aj.199 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 433] = vorigem 2), Soph. Ai. 198.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυάλγητος: -ον, λίαν ὀδυνηρός, προξενῶν βαρεῖς πόνους, Σοφ. Αἴ. 199.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cause une vive souffrance.
Étymologie: βαρύς, ἀλγέω.
Spanish (DGE)
(βᾰρῠάλγητος) -ον
muy doloroso subst. καγχάζειν βαρυάλγητα proferir burlas muy doloro-sas S.Ai.199.
Greek Monolingual
βαρυάλγητος, -ον (Α)
επώδυνος, οδυνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + αλγώ «πονάω»].
Greek Monotonic
βᾰρῠάλγητος: -ον (ἀλγέω), πολύ οδυνηρός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
βαρυάλγητος: причиняющий боль: βαρυάλγητα καχάζειν Soph. жестоко издеваться.