ἐπικρεμάννυμι
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
and ἐπικρεμαννύω,
A hang over, ἄτην τινί Thgn.206 codd.; κίνδυνον Plb.2.31.7; φόβον D.S.16.50. II. Pass., ἐπικρέμαμαι, aor. ἐπεκρεμάσθην, overhang, of a rock, h.Ap.284; οἰκία ἐπικρεμαμένη τῇ ἀγορᾷ Plu.Publ.10: metaph., hang over, threaten, θάνατος Simon.39.3; δόλιος αἰών Pi.I.8(7).14 (tm.); τιμωρία Th.2.53; ἐπικρεμάμενος κίνδυνος impending danger, Id.7.75, cf.3.40: c.dat.pers., ἐπικρέμαθ' ἧμιν ὄλεθρος A.R.3.483; Ep.3pl. impf. ἐπεκρεμόωντο Nonn.D.20.173.
German (Pape)
[Seite 953] (s. κρεμάννυμι), daran-, darüber-, an-, aufhängen, u. pass. ἐπικρέμαμαι, darüberhangen; ὕπερθε πέτρη ἐπικρέμαται H. h. Apoll. 284; οἶκος ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Plut. Popl. 10; gew. übertr., ἐπικρέμαται θάνατος, droht, steht bevor, Simonds. bei Plut. Consol. ad Apoll. p. 330; ἐπεκρέματ' ἠμῖν ὄλεθρος Ap. Rh. 2, 173; ὑπὸ μεγέθους τοῦ ἐπικρεμαμένου ἔτι κινδύνου, die noch drohende Gefahr, Thuc. 7, 75, wie μηδὲ τοῦ ἐπικρεμασθέντος ποτὲ δεινοῦ ἀμνημονοῦντες 3, 40, vgl. 2, 53; act., Ῥωμαίοις μέγαν ἐπικρεμάσασα κίνδυνον Pol. 2, 31, 7; ähnl. Theogn. 206 οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν, er verhängte nicht; Sp., ἆθλος ζωᾶς ἐπεκρέματο Antisti. 1 (VI, 237).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικρεμάννῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -κρεμάσω ᾰ, Ἀττ. -κρεμῶ. Ἐπικρεμῶ, ἄτην τινὶ Θέογν. 206˙ κίνδυνον Πολύβ. 2. 31, 7˙ φόβον Διόδ. 16. 50. ΙΙ. Παθ. ἐπικρέμαμαι, ἀόρ. ἐπεκρεμάσθην: - κρέμαμαι ἄνωθεν, περὶ κρημνώδους πέτρας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 2. 84˙ οἶκος ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Πλουτ. Ποπλικ. 10: - μεταφ., ἐπίκειμαι, ἐπαπειλῶ, Λατ. imminere, θάνατος Σιμων. 48˙ δόλιος αἰὼν Πινδ. Ι. 8. 28˙ τιμωρία Θουκ. 2. 53˙ ἐπικρεμάμενος κίνδυνος, ἐπικείμενος κίνδυνος, ὁ αὐτ. 7. 75, πρβλ. 3. 40˙ μετὰ δοτ. προσ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 483˙ Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἐπικρεμόωνται Νόνν. Δ. 20. 173.
French (Bailly abrégé)
suspendre au-dessus de.
Étymologie: ἐπί, κρεμάννυμι.
Greek Monolingual
ἐπικρεμάννυμι και ἐπικρεμαννύω, παθ. ἐπικρέμαμαι (Α)
1. κρεμώ από ψηλά, από πάνω
2. μτφ. κρεμώ, σείω κάτι κακό πάνω από κάποιον, απειλώ («ἀλλ’ ὁ μὲν αὐτὸς ἔτεισε κακὸν χρέος οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρεμάννυμι «κρεμώ»].
Greek Monotonic
ἐπικρεμάννῡμι: και -ύω, μέλ. -κρεμάσω [ᾰ], Αττ. -κρεμῶ· αόρ. αʹ -εκέρᾰσα, Επικ. απαρ. -κρῆσαι·
I. κρεμώ κάτι πάνω σε, τί τινι, σε Θέογν.
II. Παθ., ἐπικρέμαμαι, αόρ. αʹ -εκρεμάσθην· κρέμομαι από πάνω, λέγεται για βράχο, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.· μεταφ., επίκειμαι, απειλώ, Λατ. imminere, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικρεμάννῡμι: (aor. ἐπεκρέμασα) вешать (над чем-л.), подвешивать: ἐ. τινὶ κίνδυνον Polyb. подвергать кого-л. опасности; ἐ. φόβον Diod. держать в страхе.
Middle Liddell
and -ύω fut. -κρεμάσω attic -κρεμῶ aor1 -εκέρᾰσα epic inf. -κρῆσαι pass ἐπικρέμαμαι aor1 -εκρεμάσθην
I. to hang over, τί τινι Theogn.
II. Pass., to overhang, of a rock, Hhymn., Plut.: —metaph. to hang over, Lat. imminere, Thuc.