ἠπίαλος

From LSJ
Revision as of 23:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπῐᾰλος Medium diacritics: ἠπίαλος Low diacritics: ηπίαλος Capitals: ΗΠΙΑΛΟΣ
Transliteration A: ēpíalos Transliteration B: ēpialos Transliteration C: ipialos Beta Code: h)pi/alos

English (LSJ)

ὁ,

   A ague, Thgn.174, Gal.7.347; ἠ. πυρετός Hp.Superf.34, Dsc.4.68; ἠ. πυρετοῦ πρόδρομος Ar.Fr.332: in pl., ἠ. καὶ πυρετοί Hp.Aër.3: metaph., ἀηδόνων ἠ. ague to nightingales, Com. name of a bad poet, Phryn. Com.69.    II = foreg., nightmare, Ar.V.1038, as expld. by Did. ap.Sch. (but coupled with πυρετοί).

German (Pape)

[Seite 1174] ὁ, ein bösartiges Fieber mit dem Zusatz πυρετός u. ohne diesen, Hippocr.; wobei Hitze u. bes. heftiger Frost im ganzen Körper empfunden wird, Medic.; Fieberfrost, Theogn. 174; Ar. Vesp. 1038 Schol. τὸ τοῦ πυρετοῦ κρύος; B. A. 42 wird es ῥιγοπύρετον erklärt. – Phrynich. bei Ath. II p. 44 d nennt einen frostigen Dichter ἀηδόνων ἠπίαλος, ὕμνος Ἅιδου, der den Nachtigallen ein Fieber ist, ihnen ein Fieber einflößt. – Nach Eust. 1687, 52 auch = Vorigem, wie Didym. nach dem Schol. es auch bei Ar. a. a. O. erklärte.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπίᾰλος: ὁ, πυρετὸς ἔχων ἰσχυρὸν ῥῖγος, Γαλην. 7. σ. 132· ἠπ. πυρετὸς ἐν Ἱππ. 266. 35· τὸ ῥῖγος πρὸ τοῦ πυρετοῦ, πυρετοῦ πρόδρομος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 315, πρβλ. Θέογν. 174· ἠπ. καὶ πυρετοὶ Ἱππ. 281. 49· - μεταφ. ἀηδόνων ἠπ., ῥῖγος προξενῶν εἰς τὰς ἀηδόνας, κωμικὸν ὄνομα ψυχροῦ ποιητοῦ, Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1. ΙΙ. = ἠπιάλης, ἐφιάλτης, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1038, ὡς ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Διδύμ. παρὰ τῷ Σχολ., πρβλ. Εὐστ. 1687. 52.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 fièvre continue;
2 frisson de fièvre.
Étymologie: DELG p.ê. de ἤπιος, « fièvre douce ».

Greek Monolingual

ἠπίαλος, ό (Α)
1. υψηλός πυρετός με ρίγη, με κρυάδες
2. το ρίγος πριν από την εκδήλωση του πυρετού
3. ο ηπιάλης, ο εφιάλτης
4. φρ. «αηδόνων ηπίαλος» — ποιητής που με τις κρυάδες του προξενεί ρίγη στα αηδόνια (Φρύνιχος).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ήπιος + -αλος (πρβλ. ομ-αλός, αιγι-αλός), οπότε η λ. χρησιμοποιείται κατ' ευφημισμόν με σημασία «γλυκός, ήπιος πυρετός». Η λ. συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το εφιάλτης. Επίσης δημιουργήθηκε σημασιολογική σύγχυση με το ηπίολος «πεταλούδα του λυχναριού», λόγω της λαϊκής αντιλήψεως, σύμφωνα με την οποία η πεταλούδα ήταν το ζώο που φέρνει και συμβολίζει τον πυρετό. Η σύγχυση αυτή επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα του Ησυχίου: ηπιόλιον
ριγοπυρέτιον. Ο τ. ηπίολος, τέλος, αποτελεί πιθ. παραλλαγή του τ. ηπιόλης, που ερμηνεύεται αναλογικά προς τα σε -ολης (πρβλ. μαιν-όλης).
ΠΑΡ. αρχ. ηπιαλώ, ηπιαλώδης).

Greek Monotonic

ἠπίᾰλος: ὁ,
I. πυρετός με σύγκρυο, ρίγος, σε Αριστοφ.
II. = ἠπιάλης, εφιάλτης, το κακό όνειρο της νύχτας, στον ίδ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἠπίᾰλος: ὁ лихорадочная дрожь, озноб Arph.

Frisk Etymological English

Ephialtes
Grammatical information: m.
Meaning: ague, ague from fever (Thgn., Ar., Hp. etc.; on th meaning Strömberg Wortstudien 82ff.); nightmare;
Other forms: ἐπίαλος Alc. bei EM 434, 6 (prob. after ἐπί); cf. ἠπίολος moth (Arist. HA 605b 14; v. l. -όλης) with ἠπιόλιον ῥιγοπυρέτιον H.
Derivatives: ἠπιαλώδης ἠπ.-like (Hp.), ἠπιαλέω suffer from ἠπ. (Ar., Arist.), ἐξ-ηπιαλόομαι become ἠπ. (Hp.). - ἠπίολος moth (Arist. HA 605b 14; v. l. -όλης) with ἠπιόλιον ῥιγοπυρέτιον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Acc. to Strömberg l.c. from ἤπιος, prop. "mild fever" a taboo-paraphrase; cf. the parallels mentioned there; an improbable hypothesis. (On -αλο- Chantraine Formation 246f.) From ἠπίαλος is ἠπίολος (better -όλης; after the nouns in -όλης) moth not to be separated, as is shown by the words adduced by Bugge BB 18, 166: Lith. drugỹs (cold) fever, feverbird(?), butterfly (to Russ. drožátь shiver), Alb. ethe fever with ethëzë "feverbird(?)", moth; s. further Immisch Glotta 6, 193; in folklore butterflies etc. bring fever. - Not with Vaniček a. o. (e. g. Güntert Kalypso 226f.) to Lat. vappō moth?. - See also on Ἐφιαλτης. - Given the variation α\/ο prob. a Pre-Greek word (Fur. 258, 342).

Middle Liddell

ἠπίᾰλος, ὁ,
I. a fever with shivering, ague, Ar.
II. = ἐφιάλτης, night-mare, Ar. [deriv. uncertain]